Μικρά της Ιστορίας

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ο χρόνος που (δεν) τρέχει

Ο χρόνος που (δεν) τρέχει

διήγημα


(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο καφετζής καθάρισε τον πάγκο από τα ψίχουλα και τα νερά, άνοιξε το ταμείο, έβγαλε και μέτρησε τα χαρτονομίσματα, κοίταξε για λίγο στο πουθενά και τα έχωσε γρήγορα στην τσέπη του. Κατευθύνθηκε στον ηλεκτρικό πίνακα του μαγαζιού και άρχισε να κατεβάζει μια μια τις ασφάλειες των φώτων. Οι λάμπες σβήσανε, και το μαγαζί δεχόμενο πια μόνο το φως του εξωτερικού στύλου της ΔΕΗ πήρε ξάφνου όλες τις αποχρώσεις του γκρί μέχρι το μαύρο. Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του. Καμία εκκρεμότητα, όλα εντάξει.
Αμέσως μετά, πήγε προς το μέρος του περίεργου πελάτη του κοιτάζοντας τον με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, παρά την ηλικία και την κούρασή του.
"Είσαι σίγουρος ότι θα κάτσεις;"
"Ναι."
"Θα βαρεθείς μόνος, εγώ θα κλειδώσω και θα μείνεις μέσα, γιατί δεν πας σκιας στο αμάξι σου, ώστε όταν βαρεθείς να μπορείς να φύγεις; Άντε αντράκι μου, είναι δύσκολη η μοναξιά τη νύχτα με τα σκοτάδια κιόλας."
"Τώρα που το βρήκα το σπίτι δεν το αφήνω από τα μάτια μου", είπε χαμογελώντας.
"Αυτό εδώ θα στέκει, δεν πάει πουθενά."
"Φοβάμαι πως άμα πάω στο αμάξι μου θα σκεφτώ έλα μωρέ φύγε και ξαναέλα μια άλλη μέρα."
"Ξά σου. Γιάε! θωρείς; ούτε φεγγάρι δεν έχει σήμερο. Ίντα θα ξανοίγεις, μόνο το σπίτι;"
"Μόνο! Εντάξει, θα δω τι θα κάνω, κρατώ και περιοδικά."
"Στα σκοτεινά;"
"Αν δεν γίνεται στα φωτεινά..." απάντησε και χαμογέλασε πάλι, αυτή τη φορά πονηρά, μπας και του κάνει τη χάρη ο καφετζής να του ανοίξει ένα φως. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση αυτό να συμβεί.
"Αν θες πράμα, άνοιξε το ψυγείο. Σου άφησα ξεκλείδωτο τον καμπινέ να κατουράς. Άντε, καλό ξημέρωμα."
"Ευχαριστώ, καληνύχτα."
Ο γέρος έγειρε όπως ήταν όρθιος προς το τραπέζι του αγνώστου, ακούμπησε και τις δυο γροθιές του πάνω και τον κοίταξε για λίγο στα μάτια, προβληματισμένος. Ήταν σαν να τον προειδοποιούσε ότι θα ταλαιπωρηθεί και ίσως μάταια. Έδειχνε ότι καταλάβαινε, αλλά θα μπορούσε να τον ρωτήσει κιόλας ή να του πιάσει την κουβέντα, όμως δεν βαριέσαι, ο καθένας με τις σκέψεις του, δεν είναι ώρα για κουβέντα τώρα, μόνο για υποθέσεις. Άφησε στο τέλος να σχηματιστεί ένα μικρό χαμόγελο, ανασηκώθηκε αργά αργά, τράβηξε πιο ψηλά το παντελόνι του και έφυγε προς την πόρτα. Κατέβηκε το πρώτο σκαλί, γύρισε και κλείδωσε δυο φορές.
Το κλακ-κλακ που ακούστηκε ήταν η επίσημη αρχή της μεγάλης βραδιάς της υπομονής.
Το πρώτο συναίσθημα που τον επισκέφτηκε ήταν του εγκλεισμού, αλλά όχι ακριβώς, μιας μελαγχολίας πάντως, σαν αυτήν που αισθάνεται ένας φυλακισμένος όταν μπαίνει με την κουβέρτα υπό μάλης πρώτη φορά στο κελί. Ευτυχώς, κατά τι λιγότερη. Άρχισε να ρίχνει γρήγορες ματιές γύρω του, παντού, στους τοίχους, στην πίσω πόρτα, στο ταβάνι, στο πάτωμα, περιεργαζόταν τον χώρο του, έψαχνε ασυναίσθητα εξόδους να χρησιμοποιήσει-αν χρειαστεί. Ένιωσε ένα βάρος  Μπορεί αυτός ο ίδιος να διάλεξε την κατάστασή του, όμως δεν έπαυε να είναι μόνος, κλεισμένος, κουρασμένος και χωρίς να ξέρει τι θα ξημερώσει.
Σηκώθηκε να περπατήσει. Ένωσε τα χέρια πίσω, σαν τους γέρους στο δρόμο, και ξεκίνησε το πάνω-κάτω φτιάχνοντας μια κλειστή τεθλασμένη διαδρομή που επαναλάμβανε συνεχώς, και ήταν τόσο μονότονη που αν ο καφετζής ήταν ακόμα εκεί σίγουρα θα ζαλιζόταν παρακολουθώντας τον και πιθανόν να τον έπαιρνε και ο ύπνος. Η ρουτίνα που έφτιαχνε, ήταν το ιδανικό γι' αυτόν ψυχολογικό υπόβαθρο ώστε να κατέβουν οι σκέψεις τους. Όλο του το σώμα ήταν σαν μια μηχανή που έπρεπε να συμμετάσχει στην παραγωγή σκέψεων, έτσι και τα πόδια είχαν τον ρόλο τους, περίεργο, άλλοι σκέφτονται καθιστοί ή ξαπλωμένοι ή με κλειστά μάτια, αυτός ήθελε την συνεχή κίνηση. Κάποτε το είχε αναλύσει, η επανάληψη σου χαρίζει ένα αίσθημα σιγουριάς, την ίδια σιγουριά που νιώθει ένα μικρό παιδί όταν μπορεί να αναγνωρίζει καθαρά τις ρουτίνες στη μικρή του ζωή, δηλαδή τη συνέχεια των πραγμάτων μέσα στο χρόνο που θα το κάνει να ελαττώσει το βασικό του φόβο: το φόβο του θανάτου. Ο άνθρωπος έχει διπλή ανάγκη που ποτέ δε σταματάει, να θέλει από τη μία να κάνει καινούργια πράγματα και να επιδιώκει, απ' την άλλη, να επαναλαμβάνει ορισμένα βασικά, για να επιβεβαιώνει ότι ζει ομαλά, είτε είναι κανείς μεγάλος είτε μικρός. Γιατί ο θάνατος είναι εκεί και σε περιμένει, κάποτε έρχεται, εσύ όμως φροντίζεις με τον τρόπο ζωής σου πόσο επίμονα θα τον κοιτάς, πριν πραγματικά έρθει. Με άλλα λόγια, εσύ μεγενθύνεις ή όχι την εικόνα του.
Είναι η διαχείριση του χρόνου, σκέφτηκε, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια γεμάτη ή άδεια ζωή, αλλά η μέτρησή του είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ας, πούμε, όλοι συμφωνούν ότι σήμερα είναι 23 Γενάρη, ότι χθες ήταν 22 και όχι 21, ενώ αύριο θα είναι 24. Έτσι το είπαμε, μελετώντας την κίνηση των πλανητών. Από κει και πέρα όμως, και πάντα κοιτώντας προς τα πίσω, αρχίζουν οι αμφιβολίες για το πόσο τελικά διαρκεί μέσα στη συνείδησή μας η μέρα. Μπαίνει ο υποκειμενισμός. Μπορεί ενενήντα μέρες να σου δημιούργησαν σκέψεις και συναισθήματα, τόσα όσα δεν έχεις κάνει για χρόνια, μπορεί δύο ώρες να σε γέμισαν όσο μια ολόκληρη μέρα. Ο χρόνος σε μια έντονη ζωή εξαφανίζεται για σένα ενώ αυτός τρέχει κανονικά, και ξεκινάς πάλι να συμβαδίζεις όταν ηρεμήσεις. Αυτό που νιώθει, δηλαδή, ένα παιδί όταν το παίρνει ο γονιός του από το πάρτυ που διασκέδαζε και αυτό ρωτάει δυσαρεστημένο "κιόλας;", μα είχαν περάσει τέσσερις ώρες, και του γονιού που είχε παρακολουθήσει εν τω μεταξύ βαρετές τυπικές κουβέντες του φάνηκαν αιώνες, ο χρόνος ήθελε να τρέξει και αυτός μουλάρωσε, ενώ στα μάτια του παιδιού κάλπαζε.
Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, έπινε και μια γουλιά κρασί να μην ξεραίνει ο καπνός το λαρύγγι του και πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, επαναλαμβάνοντας όχι μόνο τις κινήσεις, αλλά πλέον και τις σκέψεις. Πρόσθετε και επεξηγηματικές χειρονομίες, σαν να έδινε διάλεξη στον εαυτό του φαινόταν, ορισμένες φράσεις του ξέφευγαν και τις έλεγε και χαμηλόφωνα, στην πραγματικότητα συμμετείχε σε ένα διάλογο με κάποιον συγκεκριμένο ακροατή που φανταζόταν αλλά δεν είχε μπροστά του. Σε εκείνον εξηγούσε τάχα μου.
Κάθε διαδρομή τελείωνε με μια γρήγορη ματιά προς το πέτρινο σπίτι. Μέσα κι αυτό στη ρουτίνα. Είχε ξεχάσει το κρύο, την ώρα, τον πονοκέφαλο του, άρχισε να ζεσταίνεται κιόλας από την αδιάκοπη κίνηση, τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει ελαφρά, βοηθούσε και το κρασάκι αναμφίβολα, είχε βρει την ευτυχία του. σίγουρα όμως θα αποτελούσε ένα πολύ αλλόκοτο θέαμα αν τύχαινε κανείς περαστικός να τον δει απ' έξω. Αλλά ποιος να περάσει από το χωριό μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο σκοτάδι;
Οι γάμπες του είχαν αρχίσει να τον τσιμπάνε, όλη μέρα ήταν στο πόδι, σαν να τον συμβούλευαν "κάνε κάτι άλλο", αυτός όμως συνέχισε για λίγο ακόμη μέχρις ότου τα τσιμπήματα να του αποσπάνε με μεγάλη περιοδικότητα την προσοχή του. Τότε κάθισε στην καρέκλα του. Ήταν ευχαριστημένος. Έβγαλε και ξανακοίταξε στο περιοδικό που κρατούσε στην τσάντα του τη μια και μοναδική φωτογραφία του σπιτιού απέναντί του. Ήταν πολύ πιο όμορφο στην πραγματικότητα. Και η περιγραφή από κάτω τόσο πολύ τσιγκούνικη! "κλασικό δείγμα αρχιτεκτονικής χωριού κλπ κλπ". Το άφησε πιο πέρα ανοιχτό στη σελίδα του.
Και τώρα; Ας βοηθήσουμε το χρόνο να τρέξει, σκέφτηκε, και έβαλε τέσσερις καρέκλες στη σειρά, άλλες τόσες κολλητά και αντιδιαμετρικά, έκανε πως βολεύτηκε με μαξιλάρι την τσάντα του και άρχισε να διαβάζει μηνύματα στο κινητό του, να ζαλιστούν τα μάτια από τη φωτεινή οθόνη. Και όταν πράγματι αυτά κουραστήκανε, έτσι ξαπλωμένος όπως ήταν, άφησε το κινητό τηλέφωνο πάνω στην κοιλιά του και αποκοιμήθηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου