Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Ποιο ήταν το "Γερμανικό Φθινόπωρο";

Το "Γερμανικό Φθινόπωρο" (Deutscher Herbst)

Μια βρώμικη δυτικογερμανική ιστορία



Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την πιο συγκλονιστική για την κοινή γνώμη της Γερμανίας νύχτα της μεταπολεμικής της ιστορίας, μέχρι την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Στις 18 Οκτώβρη 1977 όλα τα παλιά ηγετικά μέλη της οργάνωσης ΡΑΦ (Rote Armee Fraktion-Φράξια Κόκκινος Στρατός [1]) βρέθηκαν νεκρά στα κελιά απομόνωσης των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Σταμχάιμ που βρίσκονταν. Ήταν ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ένσλιν και ο Γιαν Καρλ Ράσπε. Επίσημη εκδοχή ήταν η αυτοκτονία. Υπήρχε όμως και άλλο ένα μέλος, η Ίρμγκαρντ Μέλλερ, η οποία επέζησε, και εκεί χάλασε η θεωρία της ομαδικής αυτοκτονίας που διοχέτευσε αμέσως στα ΜΜΕ η δυτικογερμανική κυβέρνηση. 

Ο Μπάαντερ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πυροβολημένος στο κεφάλι υπέκυψε και ο Ράσπε, μια μέρα αργότερα. Η Ένσλιν βρέθηκε κρεμασμένη, ενώ η Μέλλερ με τέσσερις μαχαιριές στο στήθος κοντά στην καρδιά. Η θεωρία της αυτοκτονίας δεν έγινε φυσικά δεκτή απ'το προοδευτικό κίνημα, ανεξάρτητα της άποψης που υπήρχε για τη ΡΑΦ, και οι δολοφονίες καταγγέλθηκαν σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του Ρολφ Πόλε  (εκείνες τις μέρες εκδικαζόταν σε ελληνικό δικαστήριο η έκδοσή του ή μη στις γερμανικές αρχές), του γνωστού βουλευτή και στελέχους του ΠαΣοΚ Ευάγγελου Γιαννόπουλου:
"Δεν αυτοκτονούν οι ιδεολόγοι μαχητές -αγωνιστές που έχουν ιδανικά, ανεξάρτητα αν έχουν δίκιο ή όχι στις αρχές τους, ούτε και στις πιο σκληρές περιστάσεις φρικώδους διαβιώσεώς τους. Και οι τρεις δολοφονημένοι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν και Γιαν Καρλ Ράσπε έχουν αποδείξει με την αυστηρή και σκληρή στάση τους μέσα στη φυλακή, υπομονή και ψυχική καρτερία και ότι δεν ήσαν από πάστα ανθρώπων αδυνάτου χαρακτήρος που χάνουν το ηθικό τους σε αντιξοότητες, οι οποίες αντιξοότητες, αντίθετα, χαλυβδώνουν τον αγωνιστικό χαρακτήρα.Είναι απορίας άξιο πώς συνέβη η ταυτόχρονη αυτοκτονία τριών ανθρώπων φυλακισμένων που μέσα στα κελιά τους δεν μπορεί να υπάρχει ούτε καρφίτσα, όχι πιστόλια και συρμάτινα καλώδια. Κι είναι γνωστά τα φρικαλέα λευκά κελιά του Σταμχάιμ της Στουτγάρδης και η μέσα σ' αυτά διαβίωση.Οσο για τους `διεθνώς ανεγνωρισμένους εμπειρογνώμονες' που επικαλείται (η πρεσβεία της Δυτ. Γερμανίας), καλύτερα να μην μιλάν γι' αυτούς όταν θέλουν να συγκαλύψουν ένα έγκλημα. Υπάρχουν παντού `Καψάσκηδες' και διεθνούς μάλιστα φήμης. Μ' ένα λόγο, εγώ δεν πείθομαι, όπως δεν έχω πεισθεί και για την `αυτοκτονία' της Μάινχοφ." (Απόσπασμα από δήλωση του τότε προέδρου του ΔΣΑ, 22.10.1977).  (Πηγή: http://www.iospress.gr/ios1996/ios19960505b.htm)
Διαδήλωση για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της ΟΔΓ
Το δυτικογερμανικό κράτος δεν έδωσε σημασία στις διαμαρτυρίες. Ήταν αποφασισμένο να ξεκάνει και βιολογικά τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό του. Άλλωστε υπήρχε και προηγούμενο: το 1976 είχε "αυτοκτονήσει" και η Ουλρίκε Μάινχοφ-ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος της ΡΑΦ-και είχε αφεθεί να πεθάνει από απεργία πείνας ο Χόλγκερ Μάινς, αφού πρώτα τον βασάνιζαν με υποχρεωτική και ανεπαρκή σίτιση για να του παρατείνουν το μαρτύριο. Παράλληλα, η αστυνομία, όταν τύχαινε σε συμπλοκή με τα μέλη της ΡΑΦ, πυροβολούσε στο ψαχνό. Και όχι μόνο αυτούς. Νεκροί από αστυνομική βια υπήρχαν και στις διαδηλώσεις, και εκατοντάδες ήταν οι συλληφθέντες και οι τραυματισμένοι σε αυτές από ένα κράτος σχεδόν μηδενικής ανοχής στη "ριζοσπαστική" διαμαρτυρία, το οποίο χτυπούσε ψηλά και χαμηλά, με νόμους και με ξύλο ή και σφαίρες. Μια ηγετική μορφή του γερμανικού σπουδαστικού κινήματος, ο Ρούντι Ντούτσκε τραυματίστηκε σοβαρά απ'τους πυροβολισμούς ενός φασίστα• πέθανε λίγα χρόνια μετά, εξαιτίας των τραυμάτων του. Το κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας-KPD [2] ήταν εκτός νόμου από το 1956 και οι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε από το 1972 να υπογράφουν δήλωση νομιμοφροσύνης για να προσληφθούν [3].

Φυσικά, το δυτικογερμανικό κράτος κάπου έπρεπε να κρατήσει τα προσχήματα. Δεν γινόταν να παραδεχτεί εξωδικαστικές εκτελέσεις, και μάλιστα ανυπεράσπιστων φυλακισμένων, καθότι ήταν μια αστική δημοκρατία-αν και υπήρχε σχεδόν απόλυτη και δηλωμένη σύμπνοια μεταξύ των κομμάτων της βουλής πάνω στο θέμα της αντιμετώπισης του "ριζοσπαστισμού" γενικά. Στο μυθιστόρημα που έγραψε ο Δημήτρης Μπελαντής "Η Ουλρίκε μετά το θάνατο της Μάινχοφ" (εκδ. Βιβλιοπέλαγος) μεταφέρεται κανείς στο κλίμα που ακόμα και οι όποιες φιλελεύθερες φωνές πνίγηκαν κάτω από την ασφυκτική προπαγάνδα των ΜΜΕ και του κράτους. Προβλήθηκε λοιπόν η θεωρία της ομαδικής αυτοκτονίας, σύμφωνα με την οποία οι τρομοκράτες έδωσαν έτσι διέξοδο στο ψυχολογικό τέλμα και στην απόγνωση που βρέθηκαν, μετά την αποτυχία των ενεργειών τους, οι οποίες στόχευαν στην αποφυλάκισή τους μέσω της ανταλλαγής τους με ομήρους. Τι έγινε τότε λοιπόν, στο λεγόμενο Γερμανικό Φθινόπωρο;

Ο Χανς Μάρτιν Σλέγιερ αιχμάλωτος της ΡΑΦ
Το Γερμανικό Φθινόπωρο ήταν η κατάσταση πολιορκίας που κήρυξε το κράτος της Δυτικής Γερμανίας, μια εικόνα που αποδίδει έξοχα στην ομώνυμη ταινία του ο Δυτικογερμανός σκηνοθέτης Ράινερ Βέρνερ Φaσμπίντερ. Η αρχή του "φθινοπώρου" ήταν η 5η Σεπτεμβρίου 1977 που η ΡΑΦ απαγάγει στην Κολωνία το βιομήχανο και πρόεδρο του Συνδέσμου Γερμανών Εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλέγιερ. Ο Σλέγιερ εκτός από ισχυρός βιομήχανος ήταν και πρώην αξιωματικός των Ες-Ες και του ναζιστικού κόμματος NSDAP. Στην προκήρυξη που στείλανε, μεταξύ των καταγγελιών για το παρελθόν και το παρόν του Σλέγιερ, υπήρχε το βασικό αίτημα της ΡΑΦ (και για το οποίο έγινε η απαγωγή) για την απελευθέρωση-ανταλλαγή έντεκα πολιτικών κρατουμένων με το Γερμανό βιομήχανο. Τέσσερις από αυτούς ήταν οι κρατούμενοι στο Σταμχάιμ. Το δυτικογερμανικό κράτος ξεκίνησε αμέσως ένα ανελέητο κυνηγητό προς όλους τους πολιτικούς χώρους διαμαρτυρίας συλλαμβάνοντας νεολαίους, εισβάλλοντας σε στέκια και καταλήψεις, πραγματοποιώντας εξονυχιστικούς ελέγχους και μπλόκα, ενώ ξέσπασε και μια μεγάλη (υπόγεια) κόντρα στα πλαίσια του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος-SPD μεταξύ των λίγων που ζητούσαν μια κάποια διαπραγμάτευση και των υπολοίπων. Στην αρχή, η τακτική της κυβέρνησης ήταν να κερδίσει χρόνο μήπως και εντοπίσει τη γιάφκα που κρατούνταν ο Σλέγιερ.

Το Μπόινγκ 737 της Λουφτχάνσα στα χέρια αεροπειρατών
Ένα μήνα μετά, και ενώ η κατάσταση δεν είχε μεταβληθεί, στις 13 Οκτώβρη, τέσσερις Παλαιστίνιοι του Λαϊκού Μετώπου Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης-PFLP πραγματοποιούν αεροπειρατεία σε ένα αεροσκάφος της δυτικογερμανικής εταιρίας "Λουφτχάνσα", ζητώντας και αυτοί την απελευθέρωση των έντεκα που απαιτούσε και η ΡΑΦ, συν δυο δικών τους από το τουρκικό κράτος, συν χρήματα για τον παλαιστινιακό αγώνα. Το PFLP είχε από παλιά σχέσεις με τη ΡΑΦ, τους προμήθευε όπλα και είχε εκπαιδεύσει στην Ιορδανία ορισμένα μέλη της. Η ενέργεια αυτή, μάλλον με την έγκριση της ΡΑΦ, είχε σκοπό να αυξήσει την πίεση προς το δυτικογερμανικό κράτος. Θεωρητικά είχε πιθανότητες επιτυχίας. Παλιότερα, άλλη μια αεροπειρατεία σε αεροσκάφος της Λουφτχάνσα το 1972 (πάλι από Παλαιστίνιους) είχε πετύχει για τους αεροπειρατές: οι όμηροι ανταλλάχτηκαν με χρήματα που πλήρωσε το κράτος. Και άλλη μια απαγωγή, τον Μάρτη του 1975, του δυτικοβερολινέζου χριστιανοδημοκράτη Πέτερ Λόρεντς, από μια άλλη οργάνωση ("Κίνημα 2 Ιούνη"), έληξε με ανταλλαγή του στελέχους με πέντε πολιτικούς κρατουμένους [4], ένας εκ των οποίων ήταν ο Ρολφ Πόλε που αναφέρθηκε προηγουμένως. Όμως το κλίμα είχε πλέον αλλάξει, όπως και η εμπειρία του κρατικού μηχανισμού στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων.

Ράσπε-Ενσλιν-Μπάαντερ
Το αεροσκάφος από την Μαγιόρκα αρχικά πήγε στη Ρώμη, ακολούθως στη Λάρνακα, από κει στο Άντεν την Ν.Υεμένης και κατέληξε στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Εκεί επενέβη μια δυτικογερμανική ειδική αντιτρομοκρατική ομάδα που στάλθηκε με μυστική πτήση, εξοντώνοντας τους τρεις από τους τέσσερις αεροπειρατές. Ήταν 18 Οκτώβρη 1977 στις 1 περίπου τη νύχτα, ώρα Γερμανίας. Αυτή που ονομάστηκε η Νύχτα του Θανάτου (Todesnacht). Λίγα λεπτά αργότερα, η δυτικογερμανική ραδιοφωνία ανακοινώνει την επιτυχία της αντιτρομοκρατικής και μετά βρίσκονται νεκρά στα κελιά τους τα μέλη της ΡΑΦ. Υποτίθεται, ήταν ξύπνιοι και άκουσαν στα ραδιοφωνάκια τους την έκβαση της αεροπειρατείας, απελπίστηκαν και αυτοκτόνησαν, και μάλιστα όλοι. Όμως η Μέλλερ τη γλύτωσε βαριά τραυματισμένη. Όταν βγήκε από τη φυλακή μετά από δεκαεφτά χρόνια, διηγήθηκε ότι την μαχαίρωσαν στον ύπνο της. Για τους συντρόφους της, οι εμπειρογνώμονες που εξέτασαν τα πτώματα και τα όπλα διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να έχουν πυροβολήσει τον εαυτό τους, έτσι όπως πυροβολήθηκαν, και ότι η Ένσλιν είχε κρεμαστεί μετά θάνατον. Ό,τι έγινε και με τη Μάινχοφ δηλαδή. Τα δε όπλα ήταν αδύνατο να βρεθούν στα κελιά τους με τέτοια (απάνθρωπα) μέτρα ασφαλείας που είχε η συγκεκριμένη φυλακή. Η θεωρία της αυτοκτονίας έγινε πραγματικά πιστευτή μόνο από όποιον υπέθετε ότι οι φριχτές συνθήκες κράτησης-για τόσο καιρό-θα οδηγούσαν με μαθηματική βεβαιότητα κάποιον θα θέσει τέρμα στη ζωή του.

Την επόμενη ημέρα υποδεικνύεται στη Μυλούζη της Γαλλίας, με τηλεφώνημα, το αυτοκίνητο όπου βρίσκεται το πτώμα του Σλέγιερ. Και έτσι έκλεισε το (σύντομο) Γερμανικό Φθινόπωρο, το οποίο άφησε ανεξίτηλες πληγές στη γερμανική κοινωνία και προκάλεσε σοκ στη διεθνή κοινή γνώμη.

Οι Κλάους Κρουασάν (δικηγόρος της ΡΑΦ), Ζαν Πωλ Σαρτρ και Ντανιέλ
 Κον Μπεντίτ σε συνέντευξη τύπου για τις συνθήκες κράτησης στο Σταμχάιμ
Η εξόντωση των μελών της ΡΑΦ δεν είχε να κάνει με "επιχειρησιακούς λόγους" του δυτικογερμανικού κράτους, με την έννοια ότι στις συνθήκες σκληρής απομόνωσης που τους είχε (τα "λευκά κελιά") αυτοί δεν είχαν δυνατότητα να καθορίζουν την πολιτική της οργάνωσής τους, ούτε ασφαλώς τις ενέργειές της. Ήταν μια πράξη καθαρής κρατικής τρομοκρατίας, προς πολλές κατευθύνσεις. Ειδικά για τη ΡΑΦ, ήταν ένα μήνυμα ότι σκοπεύει να τους εξολοθρεύσει χωρίς να κοιτάξει νόμους και δικαιώματα. Παράλληλα, ψηφιζόταν και νόμοι προστασίας μαρτύρων και "μετανοημένων" που σκόπευαν να συνεργαστούν με τις δικαστικές αρχές. Σύντομα αρκετοί συλληφθέντες άρχισαν να καταθέτουν για τους άλλους. Κάποιοι λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ανατολική Γερμανία, όπου βρήκαν ασυλία μέχρι το 1990.

Ποια ήταν η ΡΑΦ

Η ΡΑΦ ήταν μια ολιγομελής, γενικά αριστερίστικης ιδεολογίας χωρίς όμως σαφείς ιδεολογικές αναφορές, ένοπλη οργάνωση που ξεπήδησε στο περιθώριο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος το 1970. Το κίνημα αυτό ήταν αρκετά μαχητικό και είχε αιχμή την αντίθεση στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Αναμφίβολα επηρέασε τα μέλη της ΡΑΦ, αν και με εξαίρεση τη Μάινχοφ, οι υπόλοιποι βρέθηκαν απλώς στις παρυφές του.

Ο Ρούντι Ντουτσκε ομιλητής σε αντιπολεμικό συνέδριο στο Βερολίνο
Οι πολιτικές αναλύσεις της ΡΑΦ, μολονότι διαφοροποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου και αναμφίβολα αυτό έγινε και υπό το βάρος της εξόντωσης των σημαντικότερων στελεχών της, κεντράριζαν σε δυο σημεία: ότι το δυτικογερμανικό κράτος ήταν η συνέχεια του ναζιστικού και ότι η Δυτική Γερμανία είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Η θεώρηση που έκανε στο πρώτο σημείο βασιζόταν στη διαπίστωση ότι η μεταπολεμική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού έγινε, όχι απλά από πρώην μέλη, αλλά από πρώην στελέχη του NSDAP. Αυτό ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο, και έγινε με τη σύμφωνη γνώμη και παρότρυνση των ΗΠΑ. Και για να συμβεί αυτό, η ατιμωρησία για οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες που υποκίνησαν και κίνησαν το ναζιστικό καθεστώς ήταν σκανδαλώδης. Μέχρι το 1955 σχεδόν όλοι οι ναζιστές είχαν αποφυλακιστεί και είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν θέσεις σε κάθε τομέα της οικονομίας, της διοίκησης και του στρατού. Τα παραδείγματα είναι χιλιάδες. Για το δεύτερο, τονίστηκε η χρήση που έκαναν οι Αμερικάνοι της χώρας τους για την αυξομείωση της έντασης με την ΕΣΣΔ, αλλά και ως λογιστικό κέντρο της διεξαγωγής του πολέμου του Βιετνάμ.
Βίλυ Μπραντ και Χέλμουτ Σμιττ
Αυτά τα δυο σημεία η ΡΑΦ τα σχηματοποίησε και υπεραπλούστευσε με τέτοιο τρόπο, που οι αναλύσεις τους ξέφυγαν (απ'την αρχή ήδη) από την πραγματική κατάσταση. Η Δυτική Γερμανία ήταν μια κλασική αστική δημοκρατία με συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, αλλά όχι μια καλυμμένη φασιστική δικτατορία, και ας βίωσαν τα μέλη της ΡΑΦ παρόμοια-γκεσταμπίτικου τύπου-καταστολή. Για το λαό της Γερμανίας είχε μεγάλη διαφορά το ένα καθεστώς με το άλλο.  Επίσης η ΟΔΓ είχε και τα δικά της ιδιαίτερα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τα οποία εκδηλωνόταν τότε στις σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ και την Ανατολική Γερμανία, κάτι το οποίο υποτιμούσαν. Δεν έδωσαν σημασία στην πολιτική διαμεσολάβησης ανάμεσα στην εργατική τάξη και την εργοδοσία (προς όφελος της δεύτερης) που εφάρμοζαν οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις Μπραντ και Σμιττ της δεκαετίας του '70 και στην απουσία συγκροτημένης Αριστεράς να τους εμποδίσει. Αρκέστηκε να καταγγέλλει τους μεν σαν χριστιανοδημοκράτες με "ευαισθησίες" και τους δε ως πασιφιστές και "λίγους".  Η πολυπληθής εργατική τάξη της Γερμανίας, η οποία απαρτιζόταν και από ένα μεγάλο αριθμό ξένων μεταναστών, δεν τους απασχόλησε πολιτικά. Αναφέρουν στο πρώτο πολιτικό κείμενο που διένειμαν το 1971 ("Να φτιάξουμε τον Κόκκινο Στρατό"):
"Οι επαναστάτες φοιτητές είναι μέρος της μάζας στους οποίους πρέπει να στηριχτεί ένα επαναστατικό κόμμα. [...] Να περιμένεις πότε οι βιομηχανικοί εργάτες θα οργανωθούν και θα μπουν στον επαναστατικό αγώνα, είναι σίγουρα ο πιο ακατάλληλος τρόπος για να μπάσεις ακόμα και σήμερα τα πιο απολίτικα στρώματα της κοινωνίας στην επαναστατική διαδικασία. [...]
Οι ένοπλοι σχηματισμοί εμφανίζονται από το μηδέν. Οποιοσδήποτε μπορεί να ξεκινήσει και δεν έχει ανάγκη να περιμένει κανέναν. Μια ντουζίνα μαχητών που να ξεκινήσουν πραγματικά και να μην περιοριστούν να συζητάνε ατελείωτα, μπορούν να αλλάξουν εντελώς την πολιτική σκηνή, να θέσουν σε κίνηση μια χιονοστιβάδα."
Έτσι η ΡΑΦ δεν απέκτησε ποτέ, έστω και ένα μικρό, λαϊκό έρεισμα, πλην κάποιας περιορισμένης συμπάθειας στην αρχή. Σε όλην της την πορεία, λόγω της δράσης και της πολιτικής της σκέψης, ήταν απομονωμένη και αποκομμένη από το κίνημα, γινόταν ολοένα και πιο εξτρεμιστική-μιλιταριστική, και όταν οι πηγές στρατολόγησης που είχε (νεολαιίστικα στέκια, καταλήψεις, κάποια πανεπιστήμια) στέρεψαν με την υποχώρηση του κινήματος, έσβησε κι αυτή στις αρχές της δεκαετίας του '80. Τυπικά σταμάτησε τη δράση της το 1998. Λίγο μετά συνελήφθησαν και οι τελευταίοι που απέμειναν.

Περίπου εκατό άνθρωποι ήταν όλα κι όλα τα μέλη της ΡΑΦ, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό (ένας στους τέσσερις) σκοτώθηκε σε συμπλοκές ή δολοφονήθηκε ή πέθανε στις φυλακές. 34 ήταν τα θύματά της, κυρίως κρατικοί αξιωματούχοι. Το δυτικογερμανικό κράτος είδε την πολιτική της αδυναμία, την απομόνωσε πλήρως με τους ειδικούς νόμους που θέσπισε και την συνέτριψε.

Επίλογος

Το "Γερμανικό Φθινόπωρο" ακολούθησε ένας χειμώνας, δηλαδή μια περίοδος αποσυγκρότησης και αποπολιτικοποίησης που ήρθε ως αποτέλεσμα εθνικών και παγκόσμιων πολιτικών αλλαγών και αλλαγών συσχετισμών, αλλά και της αναπάντητης από το κίνημα σκληρής κατασταλτικής πολιτικής του δυτικογερμανικού κράτους. Ειδικότερα για τη ΡΑΦ, το αργοπορημένο τυπικό τέλος της σήμανε και την χρεωκοπία όλων αυτών των θεωριών και οργανώσεων που ονομάστηκαν αντάρτικα πόλης, κάτι το οποίο επισημαίνουν στις συνεντεύξεις τους όλοι όσοι επέζησαν της σύγκρουσης, από όλες τις χώρες.
Η Ιρμγκαρντ Μέλλερ, η μοναδική επιζήσασα της Νύχτας του Θανάτου, όταν αποφυλακίζεται


Σημειώσεις:

[1]: Γνωστή και ως "Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ", ονομασία που επέβαλε στα ΜΜΕ το γερμανικό κράτος. Ονομάστηκε έτσι για να δείξει ότι ήταν μια συμμορία του κοινού ποινικού δικαίου και επειδή οι δυο από τους τέσσερις ιδρυτές της ήταν ο Μπάαντερ και η Μάινχοφ (και οι Ένσλιν και Χόρστ Μάλερ). Πράγματι, η πρώτη ενέργεια της ομάδας (πριν εξελιχθεί σε οργάνωση) ήταν η απελευθέρωση του Μπάαντερ απ' το ίδρυμα στο οποίο κρατούνταν, από την Μάινχοφ (και τους άλλους δυο) το 1970.

[2]KPD: Kommunistische Partei Deutchlands. Η απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας συνέπεσε με την είσοδο της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Η πρόφαση ήταν ότι το Κα-πε-ντέ χρησιμοποιούσε βία στην πολιτική του δράση. Δεν είχε μεγάλη δύναμη (5,2% στις εκλογές του 1949 και 2,3% στις εκλογές του 1954), δεν είχε όμως επιβιώσει και κανένα στέλεχος που να ήθελε να μείνει στη Δυτική αντί για την Ανατολική Γερμανία, μετά τον πόλεμο. Εντούτοις ήταν υπολογίσιμο, λόγω και του διεθνούς συσχετισμού. Αργότερα τη δεκαετία του '60, ιδρύθηκε το φιλομπρεζνιεφικό DKP που είχε σχέσεις με την ΛΔΓ και κατέβηκε με πενιχρά αποτελέσματα σε κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις, καθώς και τα KPD/ΑΟ και KPD/M-L τα οποία ήταν μαοϊκά. Τα δυο τελευταία ήταν ημι-παράνομα.

[3]: Ήταν ο "Νόμος ενάντια στο Ριζοσπαστισμό" (Radikalenerlass). Ψηφίστηκε στις 28/1/1972 (καγκελάριος ο Βίλυ Μπραντ του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος) και απέκλειε απ' την εργασία ή επέβαλε την απόλυση σε εργαζομένους με "ριζοσπαστική δράση" τόσο του δημοσίου τομέα (πχ καθηγητές, δασκάλους) όσο και του ιδιωτικού (αν και πιο χαλαρά εκεί, σε μικρές επιχειρήσεις μπορούσαν να γίνουν τα στραβά μάτια από το αφεντικό, όμως υπήρχε αυτή η δυνατότητα και εφαρμόστηκε σε μεγάλες επιχειρήσεις). Ο νόμος διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το 1991. Τελευταίο κρατίδιο που τον εφάρμοσε ήταν η Βαυαρία. Στο σημείο 1 του νόμου προβλεπόταν και η υπογραφή δήλωσης νομιμοφροσύνης:
In consultation with the Federal Chancellor on January 28, 1972, the minister presidents of the federal states have resolved the following principles, on suggestion of the standing council of the state ministers of the interior:
1. In accordance with the federal and state laws on civil servants, in order to become a civil servant, applicants are obliged to assure their commitment to the free democratic order in the spirit of the Basic Law. Furthermore, all civil servants are obliged to engage themselves actively both within and outside of their service for the preservation of this basic order. These regulations are binding. 
(Πηγή: http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/sub_document.cfm?document_id=898)

[4]: Κανονικά ήταν έξι, αλλά ο ένας, ο Χορστ Μάλλερ, αρνήθηκε να φύγει στην Υεμένη. Ο Μάλλερ ήταν ιδρυτικό μέλος της ΡΑΦ, στη συνέχεια τους αποκήρυξε, συνεργάστηκε με την αστυνομία και αφέθηκε ελεύθερος το 1980. Το 2000 προσχώρησε στο νεοναζιστικό NPD που πριν λίγο καιρό απαγορεύτηκε στη Γερμανία. Για το αντισημιτικό του κήρυγμα καταδικάστηκε σε φυλάκιση.

1 σχόλιο: