Η ανακάλυψη
διήγημα
Σ'ένα σπίτι πέτρινο με στρογγυλές καμάρες, ξύλινο οντά και δυόσμο στο πιθάρι έμεινε καρφωμένο το βλέμμα του περιηγητή, περιηγητής τρόπος του λέγειν, στην πραγματικότητα δεν γυροδιάβαινε, τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε στα γράμματα, στους αριθμούς και στα σχέδια, στην πόλη, αλλά να που για κάποιο λόγο βρέθηκε εκεί και τώρα, και τώρα τα μάτια του ανοίγουν όσο μπορούν για να χορτάσουν ήλιο και να δουν, σαν το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής. Με αυτά κοιτάζει και το σημαδάκι στο χάρτη που είχε τυπώσει, διαβάζει και την περιγραφή για να σιγουρευτεί, ναι αυτό είναι.
Χτισμένο με βαριά υλικά, σαν πολλά άλλα που όμως λίγα έχουν διασωθεί σε λειτουργική κατάσταση, με το αυλιδάκι του, τα δενδρά του, τον καθαρό του τοίχο, το γιασεμί του που δεν το βλέπει αλλά το μυρίζει, αυτό όμως είναι τόσο διαφορετικό, ετούτο δεν στέκει γιατί δεν έτυχε απλά να πέσει, έχει ψυχή. Το έμπειρο μάτι του δεν κάνει λάθος σε τέτοια. Κράτησε την ανάσα του για να αφουγκραστεί. Δεν είναι φασαρία αυτή που έρχεται πίσω από τους πενηντάρηδες πέτρινους τοίχους, αλλά ούτε ησυχία. Είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον που ανακατεύονται και κάνουν τη φαντασία του να δουλεύει σαν μηχανή.
Στάθηκε ακίνητος στη μέση του δρόμου και ο χρόνος πάγωσε, ο χώρος εξαφανίστηκε. Το αγαπημένο του συναίσθημα ήταν τούτο ακριβώς, καθαρά ερωτικό, γιατί σε έναν έρωτα το βρίσκει, το απολάμβανε, ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο ή μπορεί και να υπήρχε, πάντως αμάξια δεν είχε. Αλλά ίσως ακόμα και τον θόρυβό τους να μην πρόσεχε. Περιεργαζόταν τη βαριά ξύλινη εξώπορτα, απ' το χερούλι το μάτι του πήγαινε στην κλειδωνιά και μετά στους μεντεσέδες και από κει στους λαμπάδες ψάχνοντας το κουδούνι. Ούτε που άκουσε το σιδερένιο παράθυρο του παραδίπλα σπιτιού που άνοιξε έναν όροφο πιο ψηλά. Άκουσε όμως τη γριά που ξεπρόβαλλε από αυτό το κεφάλι της και το μισό κορμί της, γερμένο μπροστά και αποφασιστικά για να δείξει ότι δεν φοβάται, δεν μισοκρύβεται, και την άκουσε μάλιστα τόσο ξαφνικά που σχεδόν ξιπάστηκε.
"Ποιος είσαι συ του λόγου σου;"
"Εγώ;"
"Θωρείς κιανέναν άλλον;"
"Όχι. Μόνο εγώ", απάντησε ρίχνοντας με πολύ αμηχανία ξανά μια γρήγορη ματιά γύρω, ήταν όντως ολομόναχος στο δρόμο.
"Κ'ίντα θες;"
"Να μπώ."
"Να μην μπεις."
Χαμογέλασε με την περίεργη προσταγή της και ξαναγύρισε το βλέμμα στην πόρτα, στη συνέχεια πάλι στο δρόμο, κι απόης στον ουρανό. Ο ήλιος ξεκίνησε να κρύβεται και το φως ερχόταν ολοένα και πιο πλαγιαστά. Σταμάτησε εντελώς να δίνει σημασία στη γριά και τίναξε το χέρι του να δει το ρολόι, είναι νωρίς, πολύ νωρίς για να χτυπήσω, σκέφτηκε, ή ίσως αργά, πολύ αργά, ας μην ενοχλήσω.
Έκανε μεταβολή αργά αργά και μπήκε στο απέναντι καφενείο το οποίο εκείνη τη στιγμή μάλλον σαν καταφύγιο του φαινόταν. Έκατσε σε μια καρέκλα ψάθινη μπροστά από την τζαμαρία-για να μπορεί να το βλέπει-,άνοιξε την εφημερίδα που είχε χώσει στην κωλότσεπη όταν στεκόταν όρθιος, και βάλθηκε να περιμένει την ώρα, που δεν ήξερε ακριβώς ποιά ήταν αυτή, αλλά είχε ώρα να το σκεφτεί. Τι διάολο, τόσες δεκαετίες στέκει, πέρασε σεισμούς, ανέμους και πολέμους, δεν θα πέσει μέχρι αύριο, όμως αυτή η σκέψη που έκανε μόλις, τον ανησύχησε και γύρισε αμέσως το κοίταγμά του να αξιολογήσει τις ρωγμές που είχε παρατηρήσει προηγουμένως στο δεξί μέρος της πρόσοψης, λες και τώρα θα γίνει ο μεγάλος σεισμός. Ανακουφίστηκε γρήγορα, οι ρωγμές δεν είναι ανησυχητικές, θα μπορούσε και να μην τις επιδιορθώσει κανείς αν ήθελε, έτσι, σαν τις άσπρες τρίχες στα μαλλιά των γυναικών, για να δίνουν έναν τόνο ιστορίας στο θαυμάσιο κτήριο για όποιον το ξανοίγει απ'έξω. Σημασία περισσότερη άλλωστε έχει το εσωτερικό των σπιτιών, αν το ευχαριστιούνται όσοι το κατοικούν. Και όμως είναι πολλές φορές το τελευταίο πράμα που κοιτάνε οι ιδιοκτήτες. Συν τοις άλλοις, βλέπουν σχισμή και ανησυχούν, αλλά υπάρχουν σπίτια χωρίς ρωγμές; Αλλά ακόμα και να ήταν μεγάλες οι βλάβες, με μικρά ή μεγάλα έξοδα, όλα αποκαθίστανται ώστε να γίνουν λειτουργικά, αυτή είναι η δουλειά του μηχανικού.
Η γριά εκνευρισμένη κατέβηκε κι αυτή στο δρόμο, μπήκε στο καφενείο και στάθηκε κατευθείαν μπροστά του, διακόπτοντας τον από τις σκέψεις του για άλλη μια φορά. Την παρατήρησε πάνω κάτω με πολύ ενόχληση, και της το έκανε σαφές, επιλέγοντας την σωστή έκφραση στο πρόσωπό του. Μα τι θράσσος είναι αυτό;
"Ακόμα εδώ. Τι είσαι;"
"Μηχανικός".
"Και τι θες;"
Την κοίταξε με ειρωνεία και απάντησε, σχηματίζοντας ένα τσιγκούνικο κλειστό χαμόγελο:
"Είμαι μηχανικός λέω, καταγράφω τον πλούτο της Κρήτης, τον οικιστικό πλούτο θέλω να πω, αλλά μπορεί και όχι."
Περίμενε της αντίδρασή της μετά την τελευταία φράση.
"Να κάτσεις εκεί που σε κάτσανε."
"Προφανώς ξέρετε ποιος μένει εκεί."
"Όλους τους ξέρω, και εδώ και κεί που είσαι εσύ."
"Έχετε κι εσείς κλειδιά για το σπίτι, έτσι δεν είναι;", συνέχισε ευγενικά.
"Ναι..."
Κοιταχτήκανε στα μάτια σιωπηλά.
"...Δεν στα δίνω! Ώρα καλή."
"Ώρα καλή θεία. Εγώ θα κάνω το κουμάντο μου, βλέπω ότι με πήρες από κακό μάτι, δεν έχεις συνηθίσει τους ξένους έ; Φοβάσαι οτι..."
"Και γω το δικό μου και γύρευγε τη δουλειά σου." Και έφυγε.
Ξανακοίταξε το ρολόι. Νωρίς είναι ακόμα. Γύρισε το κορμί του προς τον γέρο κοντούλη καφετζή που χάζευε βαριεστημένα πίσω από τον σιδερένιο πάγκο του μια την τηλεόραση μια τον διάλογο με τη γριά.
"Θα κλείσετε σύντομα;"
"Κάτσε όσο θες αντράκι μου."
"Δεν θα κοιμηθείτε;"
"Εγώ ναι, εσύ όχι"¨, είπε γελώντας, "Έχω και κρασί δικό μου και ρακή. Τι να σου φέρω;"
Ήταν ο άντρας της γριάς.
Διαβάζεται νεράκι! Ωραία γραφή Μιχάλη! Πολύ ωραία! Και μεστή
ΑπάντησηΔιαγραφή