Ο ύπνος του δικαίου
διήγημα
(Μέρος Ι "Η ανακάλυψη")(Μέρος ΙΙ "Ο χρόνος που (δεν) τρέχει")
Λένε ότι ο βαρύς ύπνος ταιριάζει σε όσους έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους. Όμως σε κάποια φρικιαστικά εγκλήματα, ο φονιάς πηγαίνει μετά στο κρεβάτι του και κοιμάται. Πως εξηγείται διάολε; Είναι δυνατόν να σκοτώνεις άνθρωπο και μετά να μην τρέχει τίποτα; Ενίοτε, είναι. Εξαιρώντας τις περιπτώσεις σχιζοφρένειας, ο φόνος ανακουφίζει αυτόν που ταλαιπωρείται φριχτά από έναν άλλον άνθρωπο, το θύμα του. "Εγώ τώρα είμαι εντάξει", αναφέρουν ψύχραιμοι στην απολογία τους στο δικαστήριο, "καταλαβαίνω ότι παράβηκα το νόμο, τιμωρήστε με, δεν με νοιάζει". Και λένε αλήθεια, γιατί η τιμωρία που θα τους επιβληθεί είναι στο μυαλό τους η ολοκλήρωση της πράξης τους, ανακουφιστική κι αυτή, διότι παρακάμπτεται η απολογία στον ίδιο τους τον εαυτό. Αναλαμβάνει άλλος την ευθύνη να τους τιμωρήσει. Ορισμένοι δε το τραβάνε στα άκρα: ζητούν επιτακτικά και τη δική τους θανάτωση. Έτσι το τελειοποιούν το έγκλημα. Γλιτώνουν τις τύψεις. Αποφεύγουν, με άλλα λόγια, να την κατάσταση από την οποία δεν μπορούν πια να φύγουν και να γυρίσουν πίσω.
Τον ίδιο φόνο δεν μπορείς να τον διαπράξεις δεύτερη φορά, ο χρόνος δεν πάει πίσω. Κι όμως! Μπορεί να γίνει και να ξαναγίνει στα όνειρα. Εκεί δεν υπάρχει τιμωρία, δεν υπάρχουν ο θύτης και το θύμα, υπάρχει μια κατάσταση που το υποσυνείδητο προσωποποιεί σε έναν άνθρωπο, κάνει μια αντιστοιχία ώστε το ξεπέρασμα της κατάστασης αυτής να γίνει πανεύκολη: αρκεί να φύγει από την μέση ο κατά φαντασίαν (ή και πραγματικός υπαίτιος). Και όσο η ψυχική ταλαιπωρία δεν γιατρεύεται με τον καιρό τόσο ο φόνος επαναλαμβάνεται ίδιος και απαράλλαχτος. Είναι βέβαια ένας φόνος με επιστροφή, που όταν ξυπνήσεις ξεγίνεται. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν ανατράπηκε σε καμία ζωή. Όμως η ανατροπή έχει συντελεστεί από καιρό. Το δηλητήριο ήδη κυκλοφορεί στην ψυχή, απλά δεν είναι θανατηφόρο ακόμα. Ωστόσο κυλάει, εντονότερα το βράδυ που το υποσυνείδητο ξυπνάει μέσα στον ύπνο σου και δουλεύει με την ησυχία του, χωρίς να το ενοχλείς.
Τέτοιος ήταν ο ύπνος που τον είχε πάρει με τις καρέκλες για κρεβάτι [κλεισμένος από βραδίς στο καφενείο], ροχάλιζε κιόλας, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Ευτυχώς, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Τέτοιο ήταν και το όνειρο που ξεκίνησε να βλέπει. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά και το όνειρο μεταβλήθηκε σε εφιάλτη. Αυτήν τη φορά τον είδανε. Και άρχισαν να τον κυνηγάνε με λύσσα και αυτός κρυβόταν και τον βρίσκανε και η ευχαρίστηση του τέλειου προσχεδιασμού έδωσε τη θέση της στον πανικό. Ξύπνησε πολύ ανήσυχος. φριχτή αίσθηση. Άνοιξε τα μάτια του και κάρφωσε το βλέμμα του στο ταβάνι, μετά ανασήκωσε μόνο το κεφάλι του για να περιεργαστεί τον χώρο, για να σβήσει από το μυαλό του κάθε πιθανότητα ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο που πήγε στραβά. Τελικά, σκέφτηκε με μια δόση ειρωνείας, τα όνειρα δεν αποτελούν πάντα ένα καταφύγιο από την πραγματικότητα, μπορεί να ισχύει και το αντίθετο. Διότι υπάρχουν καλές και κακές αλήθειες, καλές και κακές υποθέσεις, καλά και κακά όνειρα, 100% ασφαλής δεν μπορείς να είσαι.
Όμως κρύωνε. Ένα ελαφρύ ρίγος διαπέρασε το σώμα του, έκανε παγωνιά ετούτη την προχωρημένη ώρα και η υγρασία ένιωθε να τον τρυπάει. Πάντα, σε παρόμοιες περιπτώσεις αναρρωτιόταν αν το όνειρο πήρε την κακή τροπή που πήρε επειδή ο οργανισμός του ζοριζόταν και όχι εξαιτίας κάτι βαθύτερου. Ακόμα και αυτή τη σκέψη-διέξοδο αμφισβητούσε:στρουθοκαμηλισμός έλεγε. Και έτσι τα βολεύει όπως-όπως. Για άλλους το πράγμα θα τελείωνε με το ξύπνημα, θα κατουρούσαν, θα φτιάχνανε το πρωϊνό τους, θα χαζεύανε κάτι που διαβάζεται και τέρμα. Αυτός όμως συνεχώς βάζει ερωτήματα και λόγω αυτού, το μυαλό του ανά πάσα στιγμή έχει κάτι να κάνει, ακόμα και τότε που δεν πρέπει να κάνει. Δεν ξεκουράζεται τελικά όσο θέλει, ο κενός απ'όλα ύπνος του λείπει.
Ψαχούλεψε να βρει το κινητό του. Όταν το βρήκε επιτέλους πεσμένο και χωμένο κάτω από το πλευρό του, το άνοιξε και είδε ότι είχε λάβει ένα μήνυμα: "Τι ώρα θα έρθεις; που είσαι;". Το μυαλό του σταμάτησε προς στιγμήν. Αν και αργά πλέον για να διαβαστεί αυτό που θα έγραφε, είπε να απαντήσει: "Δεν ξέρω". Κάλυψε και τα δύο ερωτήματα. Στο κάτω-κάτω δεν είχε κάνει τίποτα ακόμα. Κοιμόταν κλειδωμένος σε ένα καφενείο και περίμενε σημάδια ζωής από το σπίτι [που είχε απέναντί του] ώστε να χτυπήσει το πρωΐ την πόρτα και να εισέλθει. Στη χειρότερη περίπτωση, να μη δει τίποτα, να του ξεκλειδώσει την άλλη μέρα ο καφετζής, να τον πληρώσει, να βγει στο δρόμο, να ρίξει μια τελευταία ματιά, να κάνει πως φεύγει, να μετανιώσει, να γυρίσει να βάλει μια φωνή προς το σπίτι, να μην απαντήσει κανείς και να φύγει. Έτσι απλά σκέφτηκε εκείνη την ώρα.
Κατά μια έννοια αισθάνθηκε βέβαια άτυχος μες στην ατυχία του. Βρήκε μεν το σπίτι που έψαχνε, καθόλου εύκολη υπόθεση δεν είναι τούτο μέσα σε χιλιάδες άλλα σπίτια και σε εκατοντάδες άλλα χωριά, σε μια συγκυρία κιόλας που μπορούσε να ψάξει, όμως έπρεπε να περιμένει. Ο συνδυασμός της προσμονής με τη μοναξιά και την κούραση είναι πάντα δύσκολος.
Σηκώθηκε να κυλήσει λίγο το αίμα του στα πόδια του. Χαΐδεψε λίγο τους μηρούς του, για να τους υπενθυμίσει ότι πάντα έχει στο νου του τα πόδια του, το συνεργάτη στις σκέψεις του, και ξεκίνησε να περπατάει μπας και πάρει καμιά ιδέα τι να κάνει τώρα που ξύπνησε. Δεν χρειάστηκε και πολύ χρόνο για να το σκεφτεί: είδε στο δρόμο δυο άντρες να στέκονται έξω από την πόρτα του σπιτιού. Ο ένας ήταν γεροδεμένος, ψηλός, στυλάτος, σίγουρα πάνω από τα σαράντα πέντε, μάλλον γκομενιάρης, αν κρίνουμε από τα λιλιά, σκουλαρίκια και τα έντονα χρώματα της μπλούζας του που φορούσε πάνω του. Ο άλλος, επίσης της ίδιας ηλικίας, ίσως λίγο μεγαλύτερος, μέτριας όμως κορμοστασιάς, είχε μια κουρασμένη φάτσα και συντηρητικό ντύσιμο, περιποιημένο μουσάκι με πολλές άσπρες τρίχες, φαλάκρα, σαν στέλεχος επιχειρήσεων φαινόταν που βγήκε κι αυτός μια φορά να ξεσκάσει, αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το μπακούρικο ύφος που τον συνόδευε δεκαετίες τώρα.
-"Είναι αργά ρε συ. Δεν βλέπω φώτα", είπε ο δεύτερος.
-"Και λοιπόν";
-"Άστηνε, ο κόσμος κοιμάται τέτοια ώρα".
Άστηνε; Ώστε λοιπόν γυναίκα μένει στο σπίτι. Αυτό του κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον.
-"Σιγά ρε! Αυτή νομίζω θέλει να την αναστατώνουνε...", είπε γελώντας ο πρώτος.
-"Τι λες βρε μαλάκα", ύψωσε λίγο τη φωνή του ο άλλος, "επειδή εσύ γουστάρεις να κάνεις το κέφι σου για μια δυο ωρίτσες...."
-"Θες ή δε θες να αράξουμε λίγο, να πιούμε δυο ποτά και να φύγουμε να συνεχίσουμε σε άλλο σπίτι ή σε κανά μπαράκι κάπου αλλού";
-"Εγώ νόμιζα ότι σε περίμενε".
-"Έλα σταμάτα να γούζεσαι! τώρα ήρθαμε, δε θα μας πει τίποτα", και χτύπησε δυνατά την πόρτα.
Είδε να ανάβει ένα φως στον πάνω όροφο. "Μισό λεπτό". Και μετά άλλο ένα στο ισόγειο. Είχε θυμώσει με τον διάλογο που άκουσε, εγώ κύριος και αυτοί γάιδαροι; Διαταράχτηκε η ησυχία του σπιτιού του. Το ένιωθε δικό του. Διαταράχτηκε η ησυχία του. Κατευθύνθηκε στην πόρτα του καφενείου για να βγει έξω να στήσει αυτί και έκανε να ανοίξει. Έπαιξε το σιδερένιο χερούλι τρεις τέσσερις φορές. Αυτή όμως παρέμενε κλειδωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου