Ο χρόνος που (δεν) τρέχει
διήγημα
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Ο καφετζής καθάρισε τον πάγκο από τα ψίχουλα και τα νερά, άνοιξε το ταμείο, έβγαλε και μέτρησε τα χαρτονομίσματα, κοίταξε για λίγο στο πουθενά και τα έχωσε γρήγορα στην τσέπη του. Κατευθύνθηκε στον ηλεκτρικό πίνακα του μαγαζιού και άρχισε να κατεβάζει μια μια τις ασφάλειες των φώτων. Οι λάμπες σβήσανε, και το μαγαζί δεχόμενο πια μόνο το φως του εξωτερικού στύλου της ΔΕΗ πήρε ξάφνου όλες τις αποχρώσεις του γκρί μέχρι το μαύρο. Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του. Καμία εκκρεμότητα, όλα εντάξει.