Η Εκκένωση της Δουνκέρκης στην επίσημη ιστορία ταυτίζεται με τη γνωστή νιτσεϊκή ρήση "ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό". Είναι η καταστροφή που αποφεύχθηκε-ή σωστότερα δεν έγινε ολική και έτσι επιβίωσε η Αγγλία. Παρουσιάζεται από πολλούς ιστορικούς σαν η ήττα που έγινε νίκη, και μάλιστα την ίδια κιόλας μέρα που ολοκληρώθηκε η διαφυγή περίπου 300.000 στρατιωτών απ' τη Δουνκέρκη στο Ντόβερ της Μεγάλης Βρετανίας. Δηλαδή, όχι εκ των υστέρων. Αυτό είναι και το θέμα (αλλά και η αίσθηση) που αποκομίζεται στην ομώνυμη ταινία του Άγγλου σκηνοθέτη Κρίστοφερ Νόλαν.
Η ιστορία
Η Δουνκέρκη είναι ένα πολυσυζητημένο ιστορικό γεγονός. Όλη η κουβέντα περιστρέφεται στο γιατί ο Χίτλερ διέταξε τις στρατιές του να σταματήσουν προ της πόλης, όπου είχε υποχωρήσει και περικυκλωθεί όλο το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (BEF) και μια γαλλική στρατιά. Πολλοί κορυφαίοι στρατηγοί της Βέρμαχτ (Γκουντέριαν, Μανστάιν και αργότερα ο Ρούντστεντ) μίλησαν για το σοβαρότερο λάθος που έκανε ο Χίτλερ στο Δυτικό Μέτωπο. Μπορεί αυτοί (σαν τεχνοκράτες) να αγνοούσαν την πολιτική διάσταση της απόφασης, όμως είχανε πάντα στο νου τους μια θεμελιώδη αρχή του πολέμου που έλεγε ότι για να τον κερδίσεις πρέπει να συντρίψεις τελικα τον στρατό του αντιπάλου. Και η Δουνκέρκη ήταν μια χρυσή ευκαιρία για κάτι τέτοιο που παρόμοια δεν ξαναδόθηκε.
Παρά το ότι ο Χίτλερ συνέχιζε να μπλοφάρει κατασκευάζοντας αμυντικές εγκαταστάσεις (την διάσημη γραμμή Ζιγκφρηντ στα γερμανογαλλικά σύνορα) οι προετοιμασίες για την επικείμενη εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες ήταν εμφανείς. Η Αγγλική κυβέρνηση έστειλε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα [1] στα βόρεια της Γαλλίας, στη μεριά του Βελγίου, για να αποκρούσει πιθανή έφοδο των Γερμανών από εκεί, την επανάληψη δηλαδή του Σχεδίου Σλήφεν του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έλεγε και ένα αστείο στους διαδρόμους των υπουργείων της Αγγλίας, η Αγγλία ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη για τον...προηγούμενο πόλεμο. Τα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας τα κάλυπτε η περίφημη Γραμμή Μαζινώ, το σπουδαιότερο οχυρωματικό έργο της εποχής. Τι απέμενε; το κενό μεταξύ των δύο τομέων, δηλαδή το Λουξεμβούργο και το νότιο Βέλγιο, το οποίο-υποτίθεται-ήταν απροσπέλαστο από τα τανκς εξαιτίας των πυκνών δασών των Αρδέννων. Από εκεί ακριβώς μπήκε ο ναζιστικός στρατός. Η σφήνα στη συνέχεια χωρίστηκε στα δυο: η μια κατευθύνθηκε προς το Παρίσι, σκορπίζοντας την υποτυπώδη αντίσταση του αιφνιδιασμένου γαλλικού στρατού, και η άλλη απέκοψε και περικύκλωσε τους Εγγλέζους για να τους εξουδετερώσει. Κατά γενική ομολογία, επρόκειτο για αριστουργηματική στρατηγική σκέψη. Απ' την άλλη, το γεγονός της εισβολής αυτό καθαυτό, επισφράγισε την πλήρη αποτυχία της Αγγλικής πολιτικής (κατευνασμού) η οποία προσδοκούσε με τη Συμφωνία του Μονάχου [2], με την μηδενική αντίδραση στην προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία και με μια σειρά άλλες κινήσεις (πχ επετράπη ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας), να μην συγκρουστεί απ' ευθείας με το Γ' Ράιχ, αλλά να το στρέψει αποκλειστικά προς τα ανατολικά. Η κεντρική ιδέα των δυτικών δυνάμεων, αναγνωρίζοντας το πλιάτσικο σε αποικίες και χρηματικές αποζημιώσεις που υπέστη από αυτές η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν η Γερμανία να αποζημιωθεί με "Ζωτικό Χώρο" προς τη μεριά της ανατολικής Ευρώπης και παράλληλα να διαλύσει τον (κοινό) εχθρό, τη Σοβιετική Ένωση. Ενδεικτικό της πρεμούρας των Αγγλογάλλων να γίνουν έτσι τα πράγματα ήταν ότι στη Διάσκεψη του Μονάχου δεν κάλεσαν καν την Τσεχοσλοβακία [3], της οποίας εδάφη χάριζαν στο Χίτλερ! Όμως ο Χίτλερ, ολοκληρώνοντας την κατάκτηση της Πολωνίας, στράφηκε δυτικά. Είχε εκτιμήσει πολύ καλά πλέον την αδυναμία τους να τον αντιμετωπίσουν.
Μετά και την αποτυχία των Εγγλέζων να υπερασπιστούν τη Νορβηγία, η κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλαιν καταρρεέι στις 9 Μαΐου. Τον διαδέχτηκε ο Ουίνστον Τσώρτσιλλ [4] που ήταν αντίθετος στην πολιτική "κατευνασμού". Η αλλαγή αυτή ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο στην επίμαχη απόφαση του Χίτλερ λίγες μέρες αργότερα. Την επομένη όμως, όπως είχε προγραμματιστεί, η Βέρμαχτ ξεκινάει την επίθεση. Με αντιπερισπασμό στο βόρειο Βέλγιο, αλλά κανονικά στις Αρδέννες. Οι Άγγλοι τσιμπάνε στον αντιπερισπασμό και προωθούνται από τη Γαλλία στο ουδέτερο Βέλγιο, ενώ οι κύριες δυνάμεις των Γερμανών ξεχύνονται στη βόρεια Γαλλία και περικυκλώνουν τους πάντες.
Όταν ο γερμανικός στρατός έφτασε στις 20 Μαΐου στην Αμπβίλ (Abbeville), οι Εγγλέζοι είχαν απομονωθεί πλήρως. Ο επικεφαλής όλης της εκστρατείας, στρατηγός Γκερντ φον Ρούντστεντ, διέταξε αρχικά μια μέρα ανάπαυσης για ανασυγκρότηση. Κίνδυνος σοβαρών αντεπιθέσεων δεν υπήρχε, διότι οι Γάλλοι είχαν αυτοκτονήσει στρατιωτικά αμελώντας να κρατήσουν σοβαρές εφεδρείες στο εσωτερικό της χώρας. Όλες σχεδόν οι δυνάμεις είχαν προωθηθεί στα σύνορα όπου αναμενόταν η επίθεση. Ταυτόχρονα, το ΒΕΣ ξεκίνησε να υποχωρεί από το Βέλγιο με κατεύθυνση το λιμάνι της Δουνκέρκης. Στις 24 Μαΐου οι Εγγλέζοι υπέκλεψαν μη κρυπτογραφημένο μήνυμα των Γερμανών που διέταζε την επ' αόριστον αναστολή όλων των επιχειρήσεων στο συγκεκριμένο μέτωπο. Ο Χίτλερ επίσης θα έστελνε έμπιστους αξιωματικούς του να επιβλέψουν την εφαρμογή της απόφασης. Πράγματι, οι υπόλοιποι-πλην Ρούντστεντ- στρατηγοί της εκστρατείας, μη γνωρίζοντας ακόμα τη διαταγή του Χίτλερ, διέταξαν την άμεση επίθεση στους Εγγλέζους. Γι αυτούς δεν υπήρχε θέμα αναπλήρωσης απωλειών• η ευκαιρία να εξολοθρεύσουν όλες τις στρατιές στην περιοχή της Δουνκέρκης ήταν μοναδική και έπρεπε να ενεργήσουν άμεσα. Όταν ήρθε το "στοπ" και σ' αυτούς, εξοργίστηκαν. Η απόφαση δεν είχε σχεδόν καμία στρατιωτική λογική. Είχε όμως πολιτική λογική.
Το Βέλγιο και η Ολλανδία παραδόθηκαν (28 Μαΐου και 14 Μαΐου, αντίστοιχα) και η Γαλλία είχε γονατίσει. Ήδη από τις 15 Μαΐου ο πρωθυπουργός Ρεϋνώ τηλεγραφούσε στον Τσώρτσιλλ: "έχουμε χάσει, μας διέλυσαν". Μετά από τρεις εβδομάδες θα συνθηκολογούσε και η χώρα του. Απέμεναν οι Εγγλέζοι, περικυκλωμένοι στη Δουνκέρκη και απομονωμένοι απέναντι στο νησί τους με μόνο φρουρό το πανίσχυρο πολεμικό τους ναυτικό. Μπορεί 300.000 άνδρες (όσοι εγκλωβίστηκαν στη Δουνκέρκη) να ακούγονται ένα πολύ μεγάλο νούμερο, όμως το ηθικό τους ήταν στο ναδίρ, ούτε αμυντικές γραμμές είχαν συγκροτήσει (πλην οδοφραγμάτων) και το κυριότερο, ήταν αποκομμένοι από τον ανεφοδιασμό. Ο δε βαρύς οπλισμός τους ήταν ανεπαρκής. Σε περίπτωση επίθεσης, η παράδοσή τους ήταν βέβαιη.
Όταν ξεκίνησε η εκκένωση της Δουνκέρκης (επιχείρηση "Δυναμό") το Παρίσι δεν είχε ακόμα καταληφθεί. Η στιγμή που διέταξε "αλτ" δεν είναι τυχαία. Ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε συνέχιση του πολέμου δυτικά, είχε πετύχει ουσιαστικά τον στόχο του. Το επόμενο βήμα θα ήταν μια σύναψη συμφωνίας ειρήνης τόσο με την Αγγλία, όσο και με τη Γαλλία, με την οποία θα κατοχύρωνε οριστικά τις μέχρι τώρα κτήσεις του στην κεντρική Ευρώπη, ενδεχομένως θα έπαιρνε κάτι παραπάνω (ήξερε ότι οι Εγγλέζοι εξέταζαν το ενδεχόμενο επιστροφής των γερμανικών αποικιών στην Αφρική που έχασε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο), σίγουρα θα επενέβαινε, ως κυρίαρχος στην Ευρώπη, στο πολιτικό παιχνίδι των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Και το σημαντικότερο: θα έκλεινε με επιτυχία το μέτωπο για να ανοίξει το άλλο, το σημαντικότερο: το Ανατολικό, δηλαδή την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Υπολόγιζε ότι στον πόλεμο-σταυροφορία προς την Μόσχα θα μπορούσε μέχρι και στο πλευρό του να έχει τους Αγγλογάλλους, δεδομένης της κοινής πολιτικής αντιπαλότητας με τους σοβιετικούς. Άλλωστε οι Εγγλέζοι στα τέλη του 1939, όταν οι σοβιετικοί επιτέθηκαν στη Φινλανδία για να προσθέσουν εδάφη έξω από το Λένινγκραντ, έστειλαν όπλα και υλικό στους Φινλανδούς. Όπως και οι Γάλλοι, όπως και οι Αμερικάνοι.
Επίσης το στρατιωτικό συμβούλιο της Γερμανίας ήξερε πολύ καλά ότι μια εισβολή στην Μεγάλη Βρετανία ήταν ανέφικτη. Τα σχέδια που καταστρώθηκαν ήταν ανεδαφικά, πιο πολύ υπόθεση εργασίας θα τα χαρακτήριζε κάποιος, αφού το ναυτικό δεν μπορούσε (και ούτε προβλεπόταν να μπορούσε) με τίποτα να υποστηρίξει μια τέτοιας κλίμακας απόβαση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εντείνει τον αποκλεισμό του νησιού με τα υποβρύχια του, κάτι το οποίο όμως αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζεται (και αντιμετωπίστηκε με τη βοήθεια των ΗΠΑ). Σίγουρα η βύθιση εμπορικών πλοίων δεν οδηγεί κανένα κράτος σε συνθηκολόγηση.
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, οι Εγγλέζοι δεν είχαν πάρει καθόλου ζεστά την κήρυξη του πολέμου στους Γερμανούς στις 3 Σεπτέμβρη 1939, με αφορμή την εισβολή των τελευταίων στην Πολωνία. Όλο το διάστημα μέχρι την Άνοιξη του '40 οι αψιμαχίες περιορίζονταν ουσιαστικά στη θάλασσα: ναυμαχίες μικρών στόλων και τορπιλισμοί εμπορικών καραβιών. Ήταν η περίοδος που οι Εγγλέζοι βάφτισαν "Ψεύτικο Πόλεμο" (phoney war). Δεν ήταν μόνο η στρατιωτική της αδυναμία να κλιμακώσει τον πόλεμο (η Αγγλία ήταν πιο πίσω από κάθε άλλον στην προετοιμασία του πολέμου), αλλά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για σύγκρουση, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Η Αγγλία προσδοκούσε κάποιον συμβιβασμό και εξ αρχής δεν δημιούργησε γεγονότα. Ο Χίτλερ αναμφίβολα είχε διαγνώσει αυτήν την πρόθεση. Ήταν ορατή σε όλους.
Όμως τώρα η κυβέρνηση στο Λονδίνο είχε μόλις αλλάξει και οι προθέσεις της ήταν ακόμα άγνωστες. Ο Χίτλερ λοιπόν έκανε μια χειρονομία καλής θέλησης: Σας δίνω το επιχείρημα να υποστηρίξετε ενώπιον της κοινής γνώμης μια απόφαση ειρήνης, δηλαδή τη σωτηρία του αγγλικού και γαλλικού στρατού, η καταστροφή των οποίων ευνουχίζει τη δυνατότητά σας να παρέμβετε πλέον στην Ευρώπη. Έτσι, ο Χίτλερ προτίμησε να κρατήσει πολιορκημένους τους Αγγλογάλλους, σκεπτόμενος προφανώς ότι κάθε μέρα αβεβαιότητας και αγωνίας για το μέλλον του στρατού τους θα προσέθετε πίεση στην αγγλική ηγεσία, τόση ώστε να υποχωρήσει. Ο Γκαίρινγκ, ως επικεφαλής της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας-Λουφτβάφε-τον διαβεβαίωσε ότι θα εμποδιστούν αποτελεσματικά από την αεροπορία οι αναμενόμενες προσπάθειες εκκένωσης δια μέσω της Μάγχης.
Εκεί την πάτησε! Ο Τσώρτσιλλ σε σύσκεψη που έκανε με τους επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου αποφάσισε να διατεθεί ό,τι καταδιωκτικό διαθέσιμο υπήρχε (πλην των απαραίτητων για την αεράμυνα του νησιού), ώστε να προστατευτεί ο στόλος που επρόκειτο να μεταφέρει τους άντρες από απέναντι. Δηλαδή, να εξαντλήσει τις πιθανότητες. Επίσης δεν υπολογίστηκαν οι καιρικές συνθήκες που ενδεχομένως να απαγόρευαν τις πτήσεις, όχι όμως και τον κατάπλου των καραβιών. Όπως και έγινε για κάποιες μέρες. Πάντως, οι αερομαχίες ήταν σφοδρές και πυκνές πάνω από τη Μάγχη. Αυτό είναι μια ιστορική ανακρίβεια του φιλμ που τις έδειξε σποραδικές και μεμονωμένες, ίσως για να υπερτονίσει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα ιδιωτικά πλεούμενα κατά την επιχείρηση εκκένωσης. Πράγματι, για κάποιο διάστημα επιτάχτηκαν αρκετά ιδιωτικά σκάφη για το λόγο ότι μπορούσαν να συγκεντρώσουν κόσμο απ' ευθείας από την παραλία της Δουνκέρκης και όχι από το λιμάνι, το οποίο βομβάρδιζαν συνεχώς οι Γερμανοί. Και εδώ το φιλμ είναι ιστορικά ανακριβές: δείχνει ότι η σωτηρία προήλθε τελικά από αυτά τα σκάφη. Στην πραγματικότητα, τα 2/3 των στρατευμάτων που διέφυγαν επιβιβάστηκαν στα πολεμικά. Ο Νόλαν ,αντιγράφοντας την επίσημη αφήγηση, ήθελε να δείξει ότι σύσσωμο το έθνος, πολίτες, στρατός και ηγεσία, συνέβαλλε στο "θαύμα της Δουνκέρκης". Δηλαδή, εθνικιστική προπαγάνδα παλιάς κοπής που ρετουσάρεται με άλλα λόγια, και είναι εκνευριστικό όταν ένας δημιουργός δεν μπορεί να δει παραπέρα από κάποιο σημείο. Η Δουνκέρκη ήταν καθαρά στρατιωτική επιχείρηση. Με πολύ ζουμί από πολιτικής πλευράς, για την οποία στην ταινία δεν γίνεται ο παραμικρός λόγος. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι υποχρεωτικό για έναν σκηνοθέτη, αν θέλει να κεντράρει σε κάτι άλλο. Νομίζω όμως ότι δεν τα κατάφερε.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν πήρε λοιπόν-πετσοκομμένο-ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο είναι γνωστό σε όλες τις λεπτομέρειες, και έφτιαξε ένα σενάριο με τρεις ενότητες, σαν την "Πιο Μεγάλη Μέρα του Πολέμου" [5]: ξηρά, θάλασσα και αέρα. Η ιδέα είναι έξυπνη, διότι εκεί παίχτηκε το παιχνίδι και απαιτήθηκε ο συντονισμός και η ταυτόχρονη επιτυχία και στα τρία. Ο Νόλαν έπιασε το νόημα της επιχείρησης "Δυναμό". Επειδή η δράση σε ξηρά, θάλασσα και αέρα συνέβαινε ταυτόχρονα, δεν υπήρχε δηλαδή αλληλουχία, ο σκηνοθέτης επινόησε ένα παιχνίδι με το χρόνο-άλματα και πισωγυρίσματα-το οποίο επίσης ήταν έξυπνο (άσχετα αν κούρασε λίγο κατά γενική ομολογία).
Επιλέχτηκαν πολλοί πρωταγωνιστές, το οποίο όμως αποτέλεσε και μειονέκτημα, όπως το χειρίστηκε στο σενάριο. Η κάθε ενότητα από αυτές που προαναφέρθηκαν είχε τον δικό της. Στον αέρα ήταν ο πιλότος Φάρριερ, στη θάλασσα ο σκίπερ του πλοιαρίου Ντόουσον και στην ξηρά ο φαντάρος Τόμμυ. Και ο κάθε πρωταγωνιστής, για να αναδειχτεί καλύτερα, πλαισιώθηκε από συμπρωταγωνιστές σε δεύτερο ρόλο, τον πιλότο Κόλλινς, το παιδί του καπετάνιου Πήτερ και το Γάλλο στρατιώτη "Γκίμπσον". Ανεξάρτητα από όλους τους παραπάνω, πρόσθεσε και τον τοποτηρητή-συντονιστή του Ναυαρχείου για την εκκένωση, πλωτάρχη Μπόλτον. Ο τελευταίος σαν να είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, δίνει όλον τον τόνο της ταινίας, αν τον απομονώσεις έχεις την περίληψη αυτού που θέλει να πει ο Νόλαν. Όμως όλοι αυτοί δεν είναι "χαρακτήρες", δεν κάνουν σκέψεις και διαλόγους για αυτό που βιώνουν. Γιατί; Ακόμα και στα ντοκυμανταίρ για ιστορικά γεγονότα υπάρχουν συνεντεύξεις πρωταγωνιστών που αναπτύσσουν τις σκέψεις τους για το τι έζησαν. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη παράλειψη της ταινίας.
Συζητήσιμο επίσης είναι ότι, όχι μόνο παρουσιάζονται όλοι τελικά συμπαθείς, ακόμα και ο φαντάρος που με απάτη προσπαθεί να παρακάμψει την ουρά και να την κοπανήσει πρώτος (η Αυτοκρατορία έχει ανάγκη όλα τα παιδιά της;), αλλά και ότι δεν αποτυπώνεται καθόλου, σε κανέναν απ'όλους, η αγωνία και ο φόβος που θα περίμενε κανείς σε μια τόσο δύσκολη και αβέβαιη κατάσταση. Ο καπετάνιος οδηγεί το πλοιάριό του λες και πάει για ψάρεμα άλλη μια φορά (παίρνει μάλιστα και δυο ανήλικους μαζί του), ο πιλότος δεν πολυλογαριάζει ότι του τελειώνουν τα καύσιμα και ότι θα συναντήσει έναν πολύ επικίνδυνο εχθρό (πνεύμα Ιππότη του μεσαίωνα), ο φαντάρος μπαινοβγαίνει σε καράβια σαν να μη συμβαίνει τίποτα, λες και αλλάζει λεωφορεία προς τη δουλειά του. Κανείς δεν απελπίζεται από τις δυσκολίες και ο συντονιστής πλωτάρχης διακρίνεται από μια (αδύνατη) ηρεμία και στωϊκότητα. Η απόγνωση απουσιάζει, εκτός αν αυτό είναι αρετή-στερεότυπο των Βρετανών. Μα τελικά, οι χαρακτήρες είναι βγαλμένοι από στερεότυπα, που ο σκηνοθέτης θέλει να τονίσει.
Η όποια αγωνία προκαλείται στο θεατή από το παιχνίδι με το χρόνο σίγουρα δεν κατατάσσει την ταινία στις αντιπολεμικές, αλλά το αντίθετο. Η "Δουνκέρκη" ξεχειλίζει από αίσθηση του στρατιωτικού και πατριωτικού καθήκοντος. Ο εχθρός δεν παρουσιάζεται καθόλου και μαζί με αυτόν και όλη η ιστορική συγκυρία (που αναλύθηκε πιο πριν). Η "Δουνκέρκη" δηλαδή, παρουσιάζεται σαν μια δοκιμασία για τον αγγλικό στρατό, που με τις ενέργειες της (επίσης αόρατης) ηγεσίας του φέρνει με επιτυχία σε πέρας και χωρίς ιδιαίτερες απώλειες σε ανθρώπους και ηθικό. Στην πραγματικότητα το ηθικό τόσο των στρατιωτών που διέφυγαν όσο και των Εγγλέζων πολιτών μετά τη Δουνκέρκη είχε πέσει στα τάρταρα. Ήταν μια χοντρή ήττα και η απελπισία ή η απογοήτευση είναι τα συναισθήματα που θα περίμενε κανείς να κυριαρχήσουν σε μια ταινία που φιλοδοξούσε να αποτυπώσει τα γεγονότα, έστω και με τη ματιά του σκηνοθέτη. Σε ένα σημείο βέβαια αναδείχτηκε. Ήταν το πλάνο που τα καΐκια διασταυρώνονται με ένα πολεμικό γεμάτο στρατιώτες στο δρόμο για τα πάτρια εδάφη. Ήταν ένα βουβό πλάνο, γεμάτο θλίψη. Οι μεν κοιτούσαν τους δε και κανείς δεν μιλούσε ή χαιρετούσε.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν λοιπόν έκανε ουσιαστικά μια ταινια δράσης, πλούσια σε όμορφες εικόνες, αλλά ρηχή σε νοήματα, μια ταινία που βγαίνοντας από το σινεμά δεν νιώθεις ότι κέρδισες κάτι παραπάνω από ψυχαγωγία. Μια ταινία ελαφρά προπαγανδιστική, όχι σε υπερβολικό βέβαια βαθμό σαν τις πολεμικές ταινίες που βγήκαν αμέσως μετά τον πόλεμο, αλλά μάλλον στο ίδιο πλαίσιο. Απουσιάζει σχεδόν ολότελα η κριτική ματιά στα γεγονότα, στον πόλεμο, στους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στην κινηματογραφική αφήγησή του. Και μάλλον πολλοί κριτικοί ταινιών έχουν χάσει το νόημα του τι είναι "αντιπολεμική" ταινία. Δεν αρκεί να δείχνεις βόμβες να πέφτουν πάνω σε ανθρώπους.
Μετά και την αποτυχία των Εγγλέζων να υπερασπιστούν τη Νορβηγία, η κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλαιν καταρρεέι στις 9 Μαΐου. Τον διαδέχτηκε ο Ουίνστον Τσώρτσιλλ [4] που ήταν αντίθετος στην πολιτική "κατευνασμού". Η αλλαγή αυτή ενδεχομένως να έπαιξε ρόλο στην επίμαχη απόφαση του Χίτλερ λίγες μέρες αργότερα. Την επομένη όμως, όπως είχε προγραμματιστεί, η Βέρμαχτ ξεκινάει την επίθεση. Με αντιπερισπασμό στο βόρειο Βέλγιο, αλλά κανονικά στις Αρδέννες. Οι Άγγλοι τσιμπάνε στον αντιπερισπασμό και προωθούνται από τη Γαλλία στο ουδέτερο Βέλγιο, ενώ οι κύριες δυνάμεις των Γερμανών ξεχύνονται στη βόρεια Γαλλία και περικυκλώνουν τους πάντες.
"Σκληρό καρύδι" (Σκίτσο της Ντέιλυ Μίρρορ 23/5/1940) |
Το Βέλγιο και η Ολλανδία παραδόθηκαν (28 Μαΐου και 14 Μαΐου, αντίστοιχα) και η Γαλλία είχε γονατίσει. Ήδη από τις 15 Μαΐου ο πρωθυπουργός Ρεϋνώ τηλεγραφούσε στον Τσώρτσιλλ: "έχουμε χάσει, μας διέλυσαν". Μετά από τρεις εβδομάδες θα συνθηκολογούσε και η χώρα του. Απέμεναν οι Εγγλέζοι, περικυκλωμένοι στη Δουνκέρκη και απομονωμένοι απέναντι στο νησί τους με μόνο φρουρό το πανίσχυρο πολεμικό τους ναυτικό. Μπορεί 300.000 άνδρες (όσοι εγκλωβίστηκαν στη Δουνκέρκη) να ακούγονται ένα πολύ μεγάλο νούμερο, όμως το ηθικό τους ήταν στο ναδίρ, ούτε αμυντικές γραμμές είχαν συγκροτήσει (πλην οδοφραγμάτων) και το κυριότερο, ήταν αποκομμένοι από τον ανεφοδιασμό. Ο δε βαρύς οπλισμός τους ήταν ανεπαρκής. Σε περίπτωση επίθεσης, η παράδοσή τους ήταν βέβαιη.
Όταν ξεκίνησε η εκκένωση της Δουνκέρκης (επιχείρηση "Δυναμό") το Παρίσι δεν είχε ακόμα καταληφθεί. Η στιγμή που διέταξε "αλτ" δεν είναι τυχαία. Ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε συνέχιση του πολέμου δυτικά, είχε πετύχει ουσιαστικά τον στόχο του. Το επόμενο βήμα θα ήταν μια σύναψη συμφωνίας ειρήνης τόσο με την Αγγλία, όσο και με τη Γαλλία, με την οποία θα κατοχύρωνε οριστικά τις μέχρι τώρα κτήσεις του στην κεντρική Ευρώπη, ενδεχομένως θα έπαιρνε κάτι παραπάνω (ήξερε ότι οι Εγγλέζοι εξέταζαν το ενδεχόμενο επιστροφής των γερμανικών αποικιών στην Αφρική που έχασε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο), σίγουρα θα επενέβαινε, ως κυρίαρχος στην Ευρώπη, στο πολιτικό παιχνίδι των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών. Και το σημαντικότερο: θα έκλεινε με επιτυχία το μέτωπο για να ανοίξει το άλλο, το σημαντικότερο: το Ανατολικό, δηλαδή την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Υπολόγιζε ότι στον πόλεμο-σταυροφορία προς την Μόσχα θα μπορούσε μέχρι και στο πλευρό του να έχει τους Αγγλογάλλους, δεδομένης της κοινής πολιτικής αντιπαλότητας με τους σοβιετικούς. Άλλωστε οι Εγγλέζοι στα τέλη του 1939, όταν οι σοβιετικοί επιτέθηκαν στη Φινλανδία για να προσθέσουν εδάφη έξω από το Λένινγκραντ, έστειλαν όπλα και υλικό στους Φινλανδούς. Όπως και οι Γάλλοι, όπως και οι Αμερικάνοι.
Επίσης το στρατιωτικό συμβούλιο της Γερμανίας ήξερε πολύ καλά ότι μια εισβολή στην Μεγάλη Βρετανία ήταν ανέφικτη. Τα σχέδια που καταστρώθηκαν ήταν ανεδαφικά, πιο πολύ υπόθεση εργασίας θα τα χαρακτήριζε κάποιος, αφού το ναυτικό δεν μπορούσε (και ούτε προβλεπόταν να μπορούσε) με τίποτα να υποστηρίξει μια τέτοιας κλίμακας απόβαση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εντείνει τον αποκλεισμό του νησιού με τα υποβρύχια του, κάτι το οποίο όμως αργά ή γρήγορα αντιμετωπίζεται (και αντιμετωπίστηκε με τη βοήθεια των ΗΠΑ). Σίγουρα η βύθιση εμπορικών πλοίων δεν οδηγεί κανένα κράτος σε συνθηκολόγηση.
Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, οι Εγγλέζοι δεν είχαν πάρει καθόλου ζεστά την κήρυξη του πολέμου στους Γερμανούς στις 3 Σεπτέμβρη 1939, με αφορμή την εισβολή των τελευταίων στην Πολωνία. Όλο το διάστημα μέχρι την Άνοιξη του '40 οι αψιμαχίες περιορίζονταν ουσιαστικά στη θάλασσα: ναυμαχίες μικρών στόλων και τορπιλισμοί εμπορικών καραβιών. Ήταν η περίοδος που οι Εγγλέζοι βάφτισαν "Ψεύτικο Πόλεμο" (phoney war). Δεν ήταν μόνο η στρατιωτική της αδυναμία να κλιμακώσει τον πόλεμο (η Αγγλία ήταν πιο πίσω από κάθε άλλον στην προετοιμασία του πολέμου), αλλά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για σύγκρουση, όπως εξηγήθηκε παραπάνω. Η Αγγλία προσδοκούσε κάποιον συμβιβασμό και εξ αρχής δεν δημιούργησε γεγονότα. Ο Χίτλερ αναμφίβολα είχε διαγνώσει αυτήν την πρόθεση. Ήταν ορατή σε όλους.
Όμως τώρα η κυβέρνηση στο Λονδίνο είχε μόλις αλλάξει και οι προθέσεις της ήταν ακόμα άγνωστες. Ο Χίτλερ λοιπόν έκανε μια χειρονομία καλής θέλησης: Σας δίνω το επιχείρημα να υποστηρίξετε ενώπιον της κοινής γνώμης μια απόφαση ειρήνης, δηλαδή τη σωτηρία του αγγλικού και γαλλικού στρατού, η καταστροφή των οποίων ευνουχίζει τη δυνατότητά σας να παρέμβετε πλέον στην Ευρώπη. Έτσι, ο Χίτλερ προτίμησε να κρατήσει πολιορκημένους τους Αγγλογάλλους, σκεπτόμενος προφανώς ότι κάθε μέρα αβεβαιότητας και αγωνίας για το μέλλον του στρατού τους θα προσέθετε πίεση στην αγγλική ηγεσία, τόση ώστε να υποχωρήσει. Ο Γκαίρινγκ, ως επικεφαλής της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας-Λουφτβάφε-τον διαβεβαίωσε ότι θα εμποδιστούν αποτελεσματικά από την αεροπορία οι αναμενόμενες προσπάθειες εκκένωσης δια μέσω της Μάγχης.
"Στούκας" βομβαρδίζει στη Δουνκέρκη. |
Η ταινία
Ο Κρίστοφερ Νόλαν πήρε λοιπόν-πετσοκομμένο-ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο είναι γνωστό σε όλες τις λεπτομέρειες, και έφτιαξε ένα σενάριο με τρεις ενότητες, σαν την "Πιο Μεγάλη Μέρα του Πολέμου" [5]: ξηρά, θάλασσα και αέρα. Η ιδέα είναι έξυπνη, διότι εκεί παίχτηκε το παιχνίδι και απαιτήθηκε ο συντονισμός και η ταυτόχρονη επιτυχία και στα τρία. Ο Νόλαν έπιασε το νόημα της επιχείρησης "Δυναμό". Επειδή η δράση σε ξηρά, θάλασσα και αέρα συνέβαινε ταυτόχρονα, δεν υπήρχε δηλαδή αλληλουχία, ο σκηνοθέτης επινόησε ένα παιχνίδι με το χρόνο-άλματα και πισωγυρίσματα-το οποίο επίσης ήταν έξυπνο (άσχετα αν κούρασε λίγο κατά γενική ομολογία).
Επιλέχτηκαν πολλοί πρωταγωνιστές, το οποίο όμως αποτέλεσε και μειονέκτημα, όπως το χειρίστηκε στο σενάριο. Η κάθε ενότητα από αυτές που προαναφέρθηκαν είχε τον δικό της. Στον αέρα ήταν ο πιλότος Φάρριερ, στη θάλασσα ο σκίπερ του πλοιαρίου Ντόουσον και στην ξηρά ο φαντάρος Τόμμυ. Και ο κάθε πρωταγωνιστής, για να αναδειχτεί καλύτερα, πλαισιώθηκε από συμπρωταγωνιστές σε δεύτερο ρόλο, τον πιλότο Κόλλινς, το παιδί του καπετάνιου Πήτερ και το Γάλλο στρατιώτη "Γκίμπσον". Ανεξάρτητα από όλους τους παραπάνω, πρόσθεσε και τον τοποτηρητή-συντονιστή του Ναυαρχείου για την εκκένωση, πλωτάρχη Μπόλτον. Ο τελευταίος σαν να είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, δίνει όλον τον τόνο της ταινίας, αν τον απομονώσεις έχεις την περίληψη αυτού που θέλει να πει ο Νόλαν. Όμως όλοι αυτοί δεν είναι "χαρακτήρες", δεν κάνουν σκέψεις και διαλόγους για αυτό που βιώνουν. Γιατί; Ακόμα και στα ντοκυμανταίρ για ιστορικά γεγονότα υπάρχουν συνεντεύξεις πρωταγωνιστών που αναπτύσσουν τις σκέψεις τους για το τι έζησαν. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη παράλειψη της ταινίας.
Αποτύπωση αυναισθημάτων |
Η όποια αγωνία προκαλείται στο θεατή από το παιχνίδι με το χρόνο σίγουρα δεν κατατάσσει την ταινία στις αντιπολεμικές, αλλά το αντίθετο. Η "Δουνκέρκη" ξεχειλίζει από αίσθηση του στρατιωτικού και πατριωτικού καθήκοντος. Ο εχθρός δεν παρουσιάζεται καθόλου και μαζί με αυτόν και όλη η ιστορική συγκυρία (που αναλύθηκε πιο πριν). Η "Δουνκέρκη" δηλαδή, παρουσιάζεται σαν μια δοκιμασία για τον αγγλικό στρατό, που με τις ενέργειες της (επίσης αόρατης) ηγεσίας του φέρνει με επιτυχία σε πέρας και χωρίς ιδιαίτερες απώλειες σε ανθρώπους και ηθικό. Στην πραγματικότητα το ηθικό τόσο των στρατιωτών που διέφυγαν όσο και των Εγγλέζων πολιτών μετά τη Δουνκέρκη είχε πέσει στα τάρταρα. Ήταν μια χοντρή ήττα και η απελπισία ή η απογοήτευση είναι τα συναισθήματα που θα περίμενε κανείς να κυριαρχήσουν σε μια ταινία που φιλοδοξούσε να αποτυπώσει τα γεγονότα, έστω και με τη ματιά του σκηνοθέτη. Σε ένα σημείο βέβαια αναδείχτηκε. Ήταν το πλάνο που τα καΐκια διασταυρώνονται με ένα πολεμικό γεμάτο στρατιώτες στο δρόμο για τα πάτρια εδάφη. Ήταν ένα βουβό πλάνο, γεμάτο θλίψη. Οι μεν κοιτούσαν τους δε και κανείς δεν μιλούσε ή χαιρετούσε.
Ο Κρίστοφερ Νόλαν λοιπόν έκανε ουσιαστικά μια ταινια δράσης, πλούσια σε όμορφες εικόνες, αλλά ρηχή σε νοήματα, μια ταινία που βγαίνοντας από το σινεμά δεν νιώθεις ότι κέρδισες κάτι παραπάνω από ψυχαγωγία. Μια ταινία ελαφρά προπαγανδιστική, όχι σε υπερβολικό βέβαια βαθμό σαν τις πολεμικές ταινίες που βγήκαν αμέσως μετά τον πόλεμο, αλλά μάλλον στο ίδιο πλαίσιο. Απουσιάζει σχεδόν ολότελα η κριτική ματιά στα γεγονότα, στον πόλεμο, στους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στην κινηματογραφική αφήγησή του. Και μάλλον πολλοί κριτικοί ταινιών έχουν χάσει το νόημα του τι είναι "αντιπολεμική" ταινία. Δεν αρκεί να δείχνεις βόμβες να πέφτουν πάνω σε ανθρώπους.
Σημειώσεις:
[1]: Αρχικά, τον Οκτώβρη του 1939 στάλθηκαν τέσσερις μεραρχίες και στη συνέχεια, τον Μάρτη του 1940, άλλες έξι. Καμία από αυτές δεν ήταν τεθωρακισμένη. Το ΒΕΣ ενισχύθηκε και από Καναδούς, Νεοζηλανδούς, Αυστραλούς κλπ. Η δύναμή του έφτασε στις δεκαεννιά μεραρχίες όταν ξεκίνησε η εκκένωση.
[2]: Η Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας υπογράφτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και προέβλεπε την προσάρτηση της Σουδητίας (γερμανόφωνο τμήμα της Τσεχοσλοβακίας) από τη Γερμανία. Στη συνέχεια, η Γερμανία προσάρτησε και το εναπομείναν τμήμα της χώρας. Ολόκληρη η (αναπτυγμένη) πολεμική βιομηχανία της Τσεχοσλοβακίας βρέθηκε στα χέρια του Γ' Ράιχ, καθώς και ο χρυσός που κρατούσε η Τράπεζα της Αγγλίας, τον οποίον η αγγλική κυβέρνηση παρέδωσε στους ναζί.
[3]: Η Τσεχοσλοβακία είχε υπογράψει σύμφωνο στρατιωτικής αλληλοβοήθειας με τη Σοβιετική Ένωση (μαζί με τη Γαλλία ήταν οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που προχώρησαν σε μια τέτοια κίνηση) το οποίο φυσικά εκ των πραγμάτων ακυρώθηκε, μαζί με τις εμπορικές συναλλαγές. Ούτε η Σοβιετική Ένωση καλέστηκε στη διάσκεψη, αν και ενδιαφερόμενη.
[4]: Ο Τσώρτσιλλ συμμετείχε στην κυβέρνηση του (συντηρητικού) Τσάμπερλαιν ως "Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου", δηλαδή υπουργός ναυτικών. Χρεώθηκε κι αυτός την αποτυχημένη αντίδραση στη Νορβηγία τον Απρίλη του 1940, τουλάχιστον όμως έδειξε αποφασιστικότητα να συγκρουστεί. Στις 13 Μαΐου, όταν και ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, είπε χαρακτηριστικά στην ομιλία του: "δεν έχω να προσφέρω τίποτα άλλο από αίμα, κόπο, δάκρυα και ιδρώτα"
[5]: Η Πιο Μεγάλη Μέρα του Πολέμου (The Longest Day). Πολεμική ταινία του 1962 για την απόβαση στη Νορμανδία, σε σκηνοθεσία Κεν Άννακιν. Αποτέλεσε ταινία-σταθμό για τα πολεμικά έργα.
[2]: Η Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας υπογράφτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και προέβλεπε την προσάρτηση της Σουδητίας (γερμανόφωνο τμήμα της Τσεχοσλοβακίας) από τη Γερμανία. Στη συνέχεια, η Γερμανία προσάρτησε και το εναπομείναν τμήμα της χώρας. Ολόκληρη η (αναπτυγμένη) πολεμική βιομηχανία της Τσεχοσλοβακίας βρέθηκε στα χέρια του Γ' Ράιχ, καθώς και ο χρυσός που κρατούσε η Τράπεζα της Αγγλίας, τον οποίον η αγγλική κυβέρνηση παρέδωσε στους ναζί.
[3]: Η Τσεχοσλοβακία είχε υπογράψει σύμφωνο στρατιωτικής αλληλοβοήθειας με τη Σοβιετική Ένωση (μαζί με τη Γαλλία ήταν οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που προχώρησαν σε μια τέτοια κίνηση) το οποίο φυσικά εκ των πραγμάτων ακυρώθηκε, μαζί με τις εμπορικές συναλλαγές. Ούτε η Σοβιετική Ένωση καλέστηκε στη διάσκεψη, αν και ενδιαφερόμενη.
[4]: Ο Τσώρτσιλλ συμμετείχε στην κυβέρνηση του (συντηρητικού) Τσάμπερλαιν ως "Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου", δηλαδή υπουργός ναυτικών. Χρεώθηκε κι αυτός την αποτυχημένη αντίδραση στη Νορβηγία τον Απρίλη του 1940, τουλάχιστον όμως έδειξε αποφασιστικότητα να συγκρουστεί. Στις 13 Μαΐου, όταν και ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης, είπε χαρακτηριστικά στην ομιλία του: "δεν έχω να προσφέρω τίποτα άλλο από αίμα, κόπο, δάκρυα και ιδρώτα"
[5]: Η Πιο Μεγάλη Μέρα του Πολέμου (The Longest Day). Πολεμική ταινία του 1962 για την απόβαση στη Νορμανδία, σε σκηνοθεσία Κεν Άννακιν. Αποτέλεσε ταινία-σταθμό για τα πολεμικά έργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου