ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ: Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Σημείωμα: Το άρθρο γράφτηκε το 2008 (για αυτό και το άρθρο κλείνει με τη φράση: Το άμεσο μέλλον θα δείξει αν τα πράγματα πάνε έτσι ή αλλιώς), πολύ πριν η "μπολιβαριανή" κυβέρνηση της Βενεζουέλας δείξει τα εμφανή σημάδια αποσύνθεσης και πολύ πριν ξεσπάσει η κοινωνική κρίση στη λατινοαμερικάνικη χώρα. Σήμερα τα πράγματα είναι ρευστά. Παρόλη την εντατική προσπάθεια (με κάθε μέσο) της αντιπολίτευσης και των αφεντικών της να ανατρέψουν την κυβέρνηση (του Νικολάς Μαδούρο-ο Τσάβες έχει πεθάνει από το 2013), αυτή δείχνει ότι διαθέτει ακόμα σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Ένας από τους λόγους είναι οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν σε όλο το προηγούμενο διάστημα και απέδωσαν καρπούς για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που για δεκαετίες ζούσαν στην απόλυτη εξαθλίωση. Η κοινωνική θέση τους πλεον βελτιώθηκε ή γεννήθηκε μια συγκεκριμένη προσδοκία ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω. Μια από αυτές τις πολιτικές, ακόμα και αν δεν υλοποιήθηκε όπως είχε σχεδιαστεί, ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, από την οποία μπορεί κάποιος να καταλάβει πολλά και για το πολιτικό προφίλ του καθεστώτος που υπάρχει στη Βενεζουέλα, τις πολιτικές κατευθύνσεις. Όπως και για την κατάρρευση των προσδοκιών αυτών που περίμεναν ότι η περιβόητη "μπολιβαριανή διαδικασία" θα εξελισσόταν αλλιώς-προς έναν σοσιαλισμό. Πλέον μπορούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα "για το που πάνε τα πράγματα", τώρα που και αυτή η μεταρρυθμιστική ορμή έχει σταματήσει.
Η Βενεζουέλα είναι μια λατινοαμερικάνικη κατεξοχήν πεδινή χώρα στην οποία μόνο στις νοτιοδυτικές περιοχές της συναντάει κανείς ορεινούς όγκους, την αρχή της τεράστιας ραχοκοκαλιάς-συμβόλου της Λατινικής Αμερικής, τις Άνδεις. Στις υπόλοιπες, τα τροπικά δάση του Ορινόκου που εκτείνονται όσο φτάνει το μάτι του ανθρώπου και τα κεντρικά εύφορα υψίπεδα δίνουν την αίσθηση μια πράσινης χώρας που λογικά η γεωργία θα παίζει έναν εξέχοντα ρόλο. Δεν είναι όμως έτσι.
Η Βενεζουέλα είναι η χώρα της Λατινικής Αμερικής με την αγροτική παραγωγή να συμμετέχει με το μικρότερο ποσοστό στο ΑΕΠ (6% το 1999) σε σχέση με τις υπόλοιπες της Ηπείρου. Από τα 25 εκατομμύρια του πληθυσμού της το 87% κατοικεί στις πόλεις την στιγμή που ο μέσος όρος των υπολοίπων λατινοαμερικάνικων χωρών δεν ξεπερνά το 75%. Διασχίζοντας την χώρα το βλέμμα δεν γίνεται να μην προσέξει κανείς τις τεράστιες εκτάσεις με το αρχοντικό, καλά θωρακισμένο και προφυλαγμένο, κάπου στο βάθος, καθώς και τις παράγκες των πεόνες (εργάτες γης) στην περιφέρεια του αγροκτήματος που σαν να πολιορκούν το άβατο φρούριο του τσιφλικά. Ό,τι βρίσκεται μέσα από την περίφραξη φαίνεται να ευημερεί: άνθρωποι ή ζώα. Ό,τι βρίσκεται από έξω φυτοζωεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα με τα λατιφούντια (τσιφλίκια) της Λατινικής Αμερικής. Οι αποικιοκρατικές δομές παραγωγής και εξουσίας έχουν συνέχεια και στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τις οποίες οι Αμερικάνοι (κυρίως), αλλά και οι Ευρωπαίοι διαφυλάσσουν ως κόρην οφθαλμού και όταν οι Αμερικάνοι εννούν κάτι τέτοιο αυτό σημαίνει ένοπλη επέμβαση (Κούβα, Γρενάδα) ή χούντες-πραξικοπήματα (Γουατεμάλα, Χιλή, κτλ). Η Βενεζουέλα δεν θα μπορούσε βέβαια να εξαιρεθεί από τον «φυσικό νόμο» της Λατινικής Αμερικής. Η γενέτειρα του Μπολίβαρ «δυστυχώς» έχει πολύ πετρέλαιο. Συνεπώς υποχρεώθηκε να επενδύσει αποκλειστικά σε αυτό, τα πετρελαιοφόρα παράλια της Καραϊβικής γέμισαν προλετάριους, η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, συνέβη δηλαδή το φαινόμενο που ονομάζουν οι οικονομολόγοι «ολλανδική ασθένεια». Οι άμεσα ορατές συνέπειες της ολλανδικής ασθένειας είναι, από τη μία, η αναγκαστική εισαγωγή αγροτικών προϊόντων για τις ανάγκες διατροφής του πληθυσμού της Βενεζουέλας και, απ΄την άλλη, η ασφυκτική συγκέντρωση στις παραγκουπόλεις (Μπάρριος) των εξαθλιωμένων ανέργων, πρώην αγροτών, που βλέποντας την αγροτική παραγωγή να συρρικνώνεται συγκρότησαν ταχύτατα ένα κολοσσιαίο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης. Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι συνέπειες του ιμπεριαλισμού, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σήμερα, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν όλο το
προηγούμενο διάστημα και οδήγησαν σ’αυτήν την κατάσταση έχουν τεθεί υπό
αναθεώρηση με την διακυβέρνηση Τσάβες.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Την
δεκαετία του ’60 η αγροτική παραγωγή της Βενεζουέλας ήταν ακόμα συγκροτημένη,
με συμμετοχή στο 50% του ΑΕΠ αν και ο δείκτης αυτός αποκρύπτει την άνιση διαίρεση
της γης . Τότε, και κάτω από την πίεση του δυναμωμένου λαϊκού παράγοντα,
ξεκίνησε μια κάποια (βραχύβια όπως αποδείχθηκε) αγροτική μεταρρύθμιση. Ο νόμος που
ψηφίστηκε το 1960, φαινομενικά, ήταν προς όφελος 150.000 μικροκαλλιεργητών
στους οποίους αναδιανεμήθηκε ένα μέρος της αχανούς κρατικής γης που έιχε συγκεντρωθεί
μετά την αναγκαστική απαλλοτρίωση της μικροιδιοκτησίας από την δικτατορία Γκόμες το 1930.
Ο
νόμος αυτός, όπως γρήγορα φάνηκε, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια βραχύπνοη
πολιτική κίνηση με έντονο ρουσφετολογικό χαρακτήρα. Οχι μόνο δεν άγγιξε την
μεγάλη ιδιοκτησία, το ζητούμενο για μια τέτοιου είδους κίνηση, αλλά η κυβέρνηση
της σοσιαλδημοκρατίας δεν πήρε –επίτηδες- κατάλληλα μέτρα για τις απαραίτητες
πιστώσεις και τεχνική βοήθεια στους μικροπαραγωγούς. Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι
η αγροτική μεταρρύθμιση θα εξελίσσοταν σε φαλιμέντο. Πολιτικά όμως πέτυχε τους
σκοπούς της. Τα αστικά κόμματα εξουσίας ανανέωσαν τις δυνάμεις τους, μα το
κυριότερο οι αγρότες δεν υποστήριξαν το αντάρτικο μιας πτέρυγας του ΚΚΒεν. Ο
όλος σχεδιασμός δεν ανησύχησε την Ουάσινγκτων, όπως σε άλλες περιπτώσεις, τουναντίον
ενθαρρύνθηκε από αυτήν. Τον καταλύτη όμως στην γρήγορη παρακμή της αγροτικής
παραγωγής αποτέλεσε η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η Βενεζουέλα αναγκάστηκε να επενδύσει
αποκλειστικά σχεδόν στην πετρελαιοβιομηχανία, καθ’υπόδειξη των Αμερικάνων, καθιστώντας
την έτσι την 5η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο[1].
Οι
ισχυροί φεουδάρχες άρχισαν να ανακτούν τα κομμάτια γης που παραδόθηκαν από το
κράτος με τον νόμο του 1960 και έτσι φτάνουμε στο 1998 όπου το 75% της
καλλιεργήσιμης γης ανήκε στο 5% των ιδιοκτητών, ή αντίστροφα το 75% των αγροτών
καλλιεργούσαν το 6% της γης. Σημαντικές εκτάσεις γης ελέγχονται ακόμα και
σήμερα από ξένους φεουδάρχες, εκπροσώπους πολυεθνικών, όπως για παράδειγμα το
ράντσο Ελ Τσαρκότε της βρετανικής Vestey Group έκτασης
130,000 στρεμμάτων, γνωστό για τις αιματηρές συγκρούσεις χωρικών-μπράβων τα
τελευταία χρόνια. Άλλοτε βορειοαμερικάνικων, άλλοτε βρετανικών και άλλοτε
ντόπιων συμφερόντων, τα φέουδα αποτελούν μια πολύ παλιά και αμαρτωλή ιστορία
της Λατινικής Αμερικής, που σχεδόν καμία κυβέρνηση ποτέ δεν τόλμησε να
πειράξει. Η πρακτική που ακολουθούσαν για την επέκταση της περιουσίας τους
μπορεί να περιγραφτεί, μέσες-άκρες, με την (βίαιη) εξαγορά των μικρων
ιδιοκτησιών και την κατάληψη της κρατικής γης. Τελικά τα λατιφούντια της
Βενεζουέλας έφτασαν να απασχολούν το 60% των αγροτών χωρίς αυτοί να έχουν
κανένα δικαίωμα πάνω στην γη που εργάζονταν. Τεράστιες εκτάσεις αφέθηκαν
επίτηδες ακαλλιέργητες για να αποτελέσουν απλά μέρος της τεράστιας ακίνητης
περιουσίας μιας χούφτας ανθρώπων με σκοπό την σπέκουλα. Δεν πρέπει να μας
ξενίζει το γεγονός ότι πολλά λατιφούντια με έκταση πάνω από 300,000 στρέμματα
χρησιμοποιούσαν μόνο τα 30 ή 40 για βοσκή ή καλλιέργεια. Με τον περιορισμό
αυτόν της καλλιεργήσιμης γης οι τσιφλικάδες, όχι μόνο κράτησαν δέσμιους τους
εξαθλιωμένους προλετάριους των αγρών που ή θα εργάζονταν στα τσιφλίκια τους για
ένα κομμάτι ψωμί[2] ή θα μετανάστευαν στα
μπάρριος του Καράκας, αλλά συγχρόνως καθόριζαν και τις τιμές των προϊόντων σε
συνεργασία με τους χονδρέμπορους συγκροτώντας καρτέλ. Τα έξοδά τους; Οι μισθοί
των παραστρατιωτικών οργανώσεων που υπεράσπιζαν
τις ιδιοκτησίες τους, την ίδια στιγμή που δεν υπήρχε καμία απολύτως κρατική
εποπτεία για τον τρόπο που αγόραζαν ή έκλεβαν την γη. Δεν υπήρχε καμία εφαρμογή
του νόμου που να μην προέρχεται από αυτούς, είτε με την δύναμη των όπλων, είτε
μέσω της πολιτικής επιρροής τοπικά, εθνικά και διεθνώς.
Η ΝΕΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Ο
μετασχηματισμός της Βενεζουελάνικης οικονομίας δεν πραγματοποιήθηκε αναίμακτα.
Δεκάδες μικρές τοπικές εξεγέρσεις ξεσπούσαν κατά καιρούς ως αντίδραση στην
απίστευτη εξαθλίωση του λαού. Μετά από την εξέγερση στο Καράκας το 1989 (το
λεγόμενο Καρακάσο), την επόμενη δεκαετία, με την Αριστερά διαλυμένη και
ηττημένη, οι εξελίξεις πήραν την ταχύτητα της χιονοστιβάδας. Εκατοντάδες
χιλιάδες άνθρωποι στριμώχτηκαν στις μεγάλες πόλεις προς αναζήτηση δουλειάς, ο
πληθυσμός αυξήθηκε κατά 20%, η παραγωγή όμως των βασικών ειδών διατροφής του
λαού (ρύζι, μαύρα φασόλια) έπεσε στο μισό. Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έκαψε και
τα τελευταία εγγυημένα εισοδήματα, ωράρια, σταθερές εργασίες και συγχρόνως η
αγροτική παραγωγή έπαψε να υφίσταται. Παρά όμως την σκληρή καταστολή που
εφάρμοσε τόσα χρόνια, οι διεργασίες προς μια αντίθετη πολιτική άγγιξαν ,ήδη από
την δεκαετία του ’70, ακόμα και τον ίδιο τον στρατό. Τρία χρόνια μετά το
Καρακάσο επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά απέτυχε. Ανέδειξε όμως ένα
άγνωστο μέχρι τότε στέλεχός του, τον Τσάβες.
Ο
εκλογικός θρίαμβος του πρώην συνταγματάρχη των
αλεξιπτωτιστών, πρώην πραξικοπηματία Ούγκο Τσάβες και του συνασπισμού
κομμάτων της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς που τον στήριζαν, με 56% το 1998,
μπορεί συνεπώς να ιδωθεί ως ένα ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής από την
κατάσταση που είχαν παραπέσει τα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα ο κόμπος είχε φτάσει στο
χτένι και για μερίδες της αστικής τάξης της χώρας που διαπίστωσαν ότι ακόμα και
τα λίγα ψήγματα εθνικής οικονομίας είχαν πάει περίπατο από τη απόλυτη πρόσδεση
στο αμερικάνικο άρμα. Το κλίμα είχε γίνει εκρηκτικό και ως μόνη λύση για αυτούς
φαινόταν ο συμβιβασμός με τους κάτω, σε συνδυασμό με τα οικονομικά ανοίγματα
προς την Ευρώπη.
Η
αγροτική μεταρρύθμιση μπήκε στην κυβερνητική ατζέντα τον Νοέμβρη του 2001. Η
κυβέρνηση στις 13 Νοέμβρη δημοσίευσε 49
νέα διατάγματα για την δρομολόγηση των αλλαγών που βαφτίστηκαν «Μπολιβαριανή
Διαδικασία». Τρία από αυτά είχαν ως
αντικείμενο την αναδιανομή της γης και είχαν ημερομηνία έναρξης τον προσεχή Γενάρη.
Ο Ley de Tierras (Νόμος
της γης) ,δηλαδή τα τρία διατάγματα, αφορούσε τις τρεις φάσεις της
μεταρρύθμισης.
Πρώτα
απ’όλα σταθεροποίησε το μέγιστο μέρισμα ιδιοκτησίας που πρόκειται να αποδοθεί,
ξεκινώντας από τα 100 και φτάνοντας στα 5000 εκτάρια[3] βάσει
της ποιότητας των γης. Στη συνέχεια επιβάλει μια ειδική φορολογία σε κάθε
ιδιοκτησία στην οποία πάνω από το 80% της επιφάνειας μένει ακαλλιέργητο,
θέλοντας σαφώς να περιορίσει την ύπαρξη λατιφουντίων που δεν χρησιμοποιούνται
για αγροτικούς ή κτηνοτροφικούς σκοπούς. Σε τρίτη φάση προβλέπει και την
αναδιανομή μέρους αυτών σε ακτήμονες, με την προϋπόθεση να το καλλιεργούν. Προβλέποντας
αποζημίωση ανάλογα με τις τρέχουσες
αντικειμενικές αξίες, επιτρέπεται να απαλλοτριωθούν από 100 (υψηλής
ποιότητας) έως 5000 (χαμηλής ποιότητας) εκτάρια γης και να αποδοθούν σε
καλλιεργητές με τους όρους αυτοί να είναι 18-25 χρονών με οικογένεια και να μην
την πουλήσουν όταν περάσουν τα τρία χρόνια «δανεισμού», που προβλέπει ο νόμος
πριν έρθει στην κυριότητά τους. Χρήση των διαταγμάτων μπορούν να κάνουν και
ομάδες ακτημόνων με σκοπό την δημιουργία κοοπερατίβας ή συνεταιρισμού.
Τον
Απρίλη του 2003, 2,5 χρόνια από την εφαρμογή του νόμου, σχεδόν 200,000 εκτάρια
κρατικής γης αναδιανεμήθηκαν σε 4500 οικογένειες, έκταση ελάχιστη για τα
δεδομένα της χώρας. Η κυβέρνηση, μετά από πιέσεις, επιτάχυνε κατόπιν την
διαδικασία ώσπου, τον Αύγουστο του 2003, 62.800 οικογένειες είχαν λάβει 1,5
εκατομμύριο εκτάρια (αποκλειστικά πρώην κρατικής γης) ισοφαρίζοντας έτσι την έκταση
που χαρίστηκε με τον νόμο του 1960.
Το
αρχικό πλάνο, που έφτανε μέχρι τον Αύγουστο του 2003, ήρθε σε πέρας χάρις την
ραγδαία ανάπτυξη της βενεζουελάνικης οικονομίας που συνέπεσε με την απογείωση
των τιμών του πετρελαίου. Παρά το γεγονός ότι απαιτήθηκαν άμεσα αποτελέσματα
αμέσως μετά την οικονομική καταστροφή που προκάλεσε η τεράστια απεργία-λοκ άουτ
των 63 ημερών[4], η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη
την διεθνή απογείωση των τιμών του πετρελαίου, κατάφερε να εφοδιαστεί με τα
απαραίτητα κονδύλια και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Άμεσα
τα τσιφλίκια δεν είχαν πειραχτεί ακόμα, ούτε επρόκειτο να γίνει κάτι τέτοιο μέχρι
και το 2004. Έμμεσα μόνο, οι φεουδάρχες ζημιώθηκαν διότι η κρατική γη που
δόθηκε στο λαό ήταν διεκδικούμενη από
αυτούς, ειδικά σε περιοχές όπου τα όρια ιδιοκτησιών ήταν δυσδιάκριτα. Μέσα στην
ανυπαρξία κτηματολογίου, η κατάληψη κρατικής γης ήταν πάντα μια προσφιλής
γι’αυτούς μέθοδος προκειμένου να επεκτείνουν τα κτήματά τους. Η πολιτική και
δικαστική εξουσία ποτέ δεν τους έβαζε εμπόδια, κάποια πράγματα όμως τώρα
δείχνουν να αλλάζουν.
ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Για
την εφαρμογή του Νόμου της Γης, η κυβέρνηση προχώρησε στην δημιουργία 3 νέων
οργανισμό με σκοπό την συλλογή των απαραίτητων εφοδίων.
- Το Εθνικό Ινστιτούτο για την Γη (ΙΝΤΙ) που ασχολείται με την ταυτοποίηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης και τις αιτήσεις ή προτάσεις απόδοσής της στους ακτήμονες.
- Την Εθνική Εταιρία για την αγροτική ανάπτυξη (INDER) που έχει την αποστολή του εφοδιασμού των παραγωγών με υλικοτεχνική υποδομή.
- Τέλος, τον Βενεζουελάνικο Αγροτικό Οργανισμό (CVA) για τις ανάγκες της διανομής και εμπορίου των παραγόμενων προϊόντων.
Η διακυβέρνηση
των τσαβίστας ισχυρίζεται ότι η αγροτική πολιτική της θα πετύχει, εκεί που όλες
οι παρόμοιές της σε άλλα κράτη απέτυχαν, γιατί υπάρχει η πολιτική ισχύς και ο
σωστός σχεδιασμός για να ριζώσουν οι μεταρρυθμίσεις.
Αρχικά
θεωρήθηκε ότι για την πολιτική αυτήν ισχύ θα πρέπει να κερδηθεί χρόνος, που
ήταν απαραίτητος όχι μόνο για να συσταθούν γρήγορα οι 3 οργανισμοί, αλλά και
για να προλάβει η νέα κυβέρνηση να εδραιώσει κάποιες άλλες δομές, τις Αποστολές
(Misiones), μια εφαρμογή
της σοσιαλδημοκρατικής «συμμετοχικής δημοκρατίας», που στο σύνολό τους
συνθέτουν την πολιτική μετασχηματισμού της χώρας. Στην απαίτηση, κατά την άποψη υποστηρικτών του
νέου καθεστώτος, να αποφευχθεί ένας ανοικτός πόλεμος στην παρούσα φάση ανάμεσα
στην κυβέρνηση και τους φεουδάρχες, που θα υπονόμευε την μεταρρύθμιση πριν
καλά-καλά αυτή αρχίσει, οι τσαβίστας διαβεβαίωσαν ότι η αναδιανομή της γης θα
ξεκινήσει απ’τις μεγάλες εκτάσεις που αποτελούν κρατική ιδιοκτησία. Αν δε αυτή
προχωρήσει και για τις μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις τότε θα υπάρξει και η
απαραίτητη αποζημίωση. Η τελευταία διάταξη είναι που έχει προκαλέσει τις
περισσότερες τριβές με την επαναστατική Αριστερά, στην Βενεζουέλα και διεθνώς.
ΑΠΟ ΤΗΝ «ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΑΜΟΡΑ» ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΣΑΜΟΡΑ
Το μοντέλο που
επικρατεί στην Βενεζουέλα σήμερα, και δείχνει να αποτελεί μάλιστα το ισχυρό
χαρτί της κυβέρνησης Τσάβες, είναι ο συνδυασμός της κυβερνητικής πρωτοβουλίας
και δράσης με την λαϊκή δράση. Ενώ στην αρχή το βασικό όχημα για τις
μεταρρυθμίσεις στην βενεζουελάνικη ύπαιθρο ήταν ο στρατός, που διέθετε τα
πρατήρια του για την Αποστολή Μερκάλ[5], το
προσωπικό του για την Αποστολή Ρομπινσον[6], και
την στρατιωτική του ισχύ για την Αποστολή Εζεκιήλ Σαμόρα[7], στην
παρούσα φάση απέκτησαν ρόλο και διάφοροι συνεταιρισμοί που συστάθηκαν ταχύτατα
με την υλικοτεχνική και πολιτική βοήθεια της κυβέρνησης, αλλά και αυτόνομα. Η
πολιτική ισχύς στην οποία αναφέρεται ο Τσάβες για την πραγματοποίηση των
αλλαγών πηγάζει δηλαδή από την αποκέντρωση των εξουσιών, ειδικά στην ύπαιθρο,
και την υποτυπώδη λαϊκή συμμετοχή στα ημι-κυβερνητικά προγράμματα που πήραν το
όνομα Μισιόνες.
Η αποκέντρωση
των εξουσιών και η παραχώρηση λόγου σε αγροτικές οργανώσεις εξυπηρετεί μια
αναγκαιότητα. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι στην βενεζουελάνικη ενδοχώρα η
κυβέρνηση δεν ελέγχει πλήρως την κατάσταση, όχι μόνο λόγω της παρουσίας ενόπλων
μισθοφόρων των γαιοκτημόνων, αλλά και εξαιτίας της ύπαρξης της Γκουάρντια Νασιονάλ ( εθνοφρουρά με χρέη
στρατοχωροφυλακής) που πολιτικά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την
αντιπολίτευση και χωροταξικά δραστηριοποιείται σ’όλα τα αγροτικά κέντρα ( πλην
συνόρων, που περιπολεί ο στρατός). Ως αντίμετρο, η κυβέρνηση γρήγορα συγκρότησε
τσαβικούς πυρήνες από αξιωματικούς και φαντάρους μέσα στους κόλπους της
στρατοχωροφυλακής[8] και της αφαίρεσε τον βαρύ
οπλισμό (πυροβολικό κλπ) ώστε να μεταβληθεί σε αστυνομία υπαίθρου, με απώτερο
στόχο να πάψει να αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης για το καθεστώς. Ακόμα
και έτσι όμως, δεν παύει να απειλεί τις οργανωμένες λαϊκές δυνάμεις, και στην
πορεία συνέβησαν πολλά περιστατικά.
Ποιές είναι
όμως οι οργανωμένες λαϊκές δυνάμεις; Πως συγκροτήθηκαν; Η αβεβαιότητα, από την
μία, για τους στόχους της Μπολιβαριανής Διαδικασίας δηλαδή για την πορεία των
εξαγγελιών της κυβέρνησης, και η πρόθεση, από την άλλη, να επιταχυνθούν οι
διαδικασίες ώστε να βελτιωθεί άμεσα το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του βενεζουελάνου
αγρότη, οδήγησε πολλούς αγρότες σε νέες μορφές οργάνωσης, κατά τα πρότυπα των
βραζιλιάνικων. Μία τέτοια, η πλέον γνωστή, είναι και το Εθνικό Αγροτικό Μέτωπο
Εζεκιήλ Σαμόρα (FNCEZ).
Το FNCEZ συγκροτήθηκε
το φθινόπωρο του 2005 με την συνένωση πολλών τοπικών μετώπων και αποτελείται
από αγρότες που συμμετέχουν στους κρατικά επιδοτούμενους συνεταιρισμούς, αλλά και
από εργάτες γης απασχολούμενους στα λατιφούντια. Πολιτικά, τάσσεται υπέρ της
κυβέρνησης πιέζοντας παράλληλα για την επιτάχυνση των απαλλοτριώσεων (χωρίς την
αποζημίωση) της γης και ειδικότερα αυτής που συγκροτούν τα τσιφλίκια. Κατά τα
λεγόμενα των στελεχών του FNCEZ,
με αυτόν τον τρόπο, η Μπολιβαριανή Διαδικασία θα αποκτήσει έντονο χαρακτήρα
ταξικής σύγκρουσης και θα στραφεί αναγκαστικά κόντρα στις συμφωνίες
Τσάβες-τσιφλικάδων για το ποια γη και πόση και με τι αντίτιμο θα παραχωρηθεί
από τους δεύτερους στον Βενεζουελάνο ακτήμονα.
Τέτοιες
οργανώσεις αποτέλεσαν την πολιτική στέγη πολλών ακτημόνων που επιχείρησαν την
κατάληψη σε ιδιωτικές εκτάσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις που ανέλαβαν αυτόνομη
δράση συνάντησαν την αντίδραση της ίδιας της κυβέρνησης. Το Μάη του 2006 στην
Μαρκοσένια πολλά τοπικά στελέχη του FNCEZ συνελήφθησαν από την στρατοχωροφυλακή όταν διεκδικήθηκε
ένα μέρος ενός τσιφλικιού από ομάδες αγροτών. Η λαϊκή κινητοποίηση γρήγορα τους
απελευθέρωσε, παρόλα αυτά δόθηκε ένα σαφές μήνυμα από το κράτος, ότι οι
μεταρρυθμίσεις θα επιδιωχτεί να προχωρήσουν όπως έχει σχεδιαστεί αρχικά και υπό
την κηδεμονία του. Τελικά οι ίδιες εκτάσεις που διεκδικήθηκαν απ’τους ακτήμονες
απαλλοτριώθηκαν λίγο αργότερα απ’τον στρατό και αποδόθηκαν στους
συνεταιρισμούς.
Μολονότι οι
Αποστολές, μα κυρίως οι αυτόνομες λαϊκές οργανώσεις, αποτελούν το πρόσφορο
έδαφος για την Αριστερά ώστε να παίξει έναν αναβαθμισμένο ρόλο στα πολιτικά
δρώμενα της χώρας, η μικρή–για την ώρα-πολιτική (ή και ιδεολογική) της εμβέλεια
την εμποδίζει να αναλάβει συνολικές πρωτοβουλίες σε μια ριζοσπαστικότερη
κατεύθυνση. Η ρεφορμιστική Αριστερά, σε παναμερικανικό επίπεδο, στηρίζει τις
ελπίδες της σε κεντροαριστερά μπλοκ ακολουθώντας στρατηγικά την λογική του
μικρότερου κακού. Με την επιλογή της πλήρους πολιτικής ενσωμάτωσης στα αντί-νεοφιλελεύθερα
μέτωπα δείχνει αδύνατη οποιαδήποτε άλλη θέση πέρα απ΄την κριτική υποστήριξη
κυβερνήσεων τύπου Τσάβες, Μοράλες, κλπ. Αυτή είναι η τακτική που ακολουθεί και
το ΚΚΒεν που σε ένα μόνο βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι η αντίδραση
καραδοκεί, παρά τις αλλεπάλληλες εκλογικές της ήττες και το αποτυχημένο
πραξικόπημα του 2002.
Αναπτύσσονται
όμως και φυγόκεντρες τάσεις στην Βενεζουέλα (όχι όμως κόντρα στην κυβέρνηση
Τσάβες όσο αυτή ακολουθεί μια φιλολαϊκή πολιτική) στις τάξεις της αγροτιάς και
της εργασίας όπου συγκροτούνται δυνάμεις που πιέζουν για μια «άλλη» διευθέτηση
του προβλήματος, έξω από την επιλογή της ενσωμάτωσης, για την εκμετάλλευση του
πολιτικού χώρου που κερδίθηκε τα τελευταία χρόνια ώστε να τεθεί ζήτημα λαϊκής
εξουσίας. Ο πολιτικός χώρος αυτός δεν είναι άλλο από τις εκατοντάδες λαϊκές
οργανώσεις που συγκροτήθηκαν από τα κάτω ή αναπτύχθηκαν στο διάστημα αυτό.
ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΣΑΒΕΣ
Το ζήτημα της
αγροτικής μεταρρύθμισης στην Βενεζουέλα δεν απασχολεί μόνο την Αριστερά. Η
συζήτηση έχει φουντώσει και στους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους πού ανακάλυψαν
στην Μπολιβαριανή Διαδικασία τον νέο «Τρίτο Δρόμο για τον Σοσιαλισμό» εννοώντας
την μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την εθνική ανάπτυξη κόντρα στην λεγόμενη
νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Σύμφωνα με τον
Αμερικάνο αναλυτή Γκρέγκορυ Ουίλπερτ, η κυβέρνηση έχει δύο στόχους, ένα βραχυπρόθεσμο
και έναν μακροπρόθεσμο. Ο βραχυπρόθεσμος συνίσταται στην μείωση της φτώχειας
στην ύπαιθρο με την εγγυημένη απασχόληση στους συνεταιρισμούς και την απόκτηση
ιδιοκτησίας για χιλιάδες οικογένειες. Κατά δεύτερο λόγο, στην αποσυμφόρηση και
αναζωογόνηση των αστικών κέντρων με την παροχή κινήτρων [9], δίνοντας
την ώθηση ώστε οι εξαθλιωμένοι των μπάρριος να αποκτήσουν γη μακριά από τις
πόλεις.
Μακροπρόθεσμα
επιδιώκεται η διαφοροποίηση της οικονομίας ώστε να εξασφαλιστεί η διατροφική
αυτάρκεια της χώρας (το 1998 εισήγαγε το 70% των βασικών ειδών διατροφής),
χωρίς να εξαρτάται από τις εισαγωγές από άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες με τιμές
που καθορίζονται από τις αμερικάνικες πολυεθνικές.
Ο Νόμος της
Γης παρομοιάζεται από κάποιους με την Πράξη που υπέγραψε ο Αβραάμ Λίνκολν το
1862 και επέτρεπε σε κάθε Αμερικάνο, τουλάχιστον 21 ετών, την διεκδίκηση
κρατικής γης έκτασης έως 160 άκρες (650 στρέμματα) χωρίς να μπορεί να την
πουλήσει αλλά μόνο κληροδοτήσει, όταν αποκτήσει την κυριότητά της συμπληρώνοντας
5 χρόνια συνεχούς καλλιέργειάς της. Ήταν μία κίνηση που δημιούργησε την
τεράστια μεσαία αγροτική τάξη των ΗΠΑ, που σε συμμαχία με το βιομηχανικό
κεφάλαιο μεταμόρφωσαν την χώρα σε μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη.
Η Βενεζουέλα,
τηρουμένων των αναλογιών, προσδοκά κάτι παρόμοιο. Απορρίπτοντας την μονόπλευρη
ανάπτυξη που της επιβλήθηκε από τον ιμπεριαλισμό, με την ανακάλυψη των πρώτων
κοιτασμάτων πετρελαίου το 1905, επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τα μεσαία και
μικρομεσαία στρώματα με μια σειρά διαταγμάτων, που ξεκινούν από την αγροτική
μεταρρύθμιση και φτάνουν στην αναμόρφωση του πανεπιστημίου και στην τουριστική
ανάπτυξη. Συνολικά όμως, οι δύο μεταρρυθμίσεις δεν έχουν άλλα κοινά. Το
Κεφάλαιο της Βενεζουέλας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστικό, μα το
κυριότερο, η Πράξη κατευθυνόταν προς την διάλυση των φεουδαρχικών δομών των ΗΠΑ
και την εδραίωση της βιομηχανικής αστικής τάξης, όχι μόνο την δικαιότερη
κατανομή της γης-με τις προεκτάσεις που αναφέρθηκαν πριν-που υπερισχύει ως τώρα
στον Νόμο της Γης.
Η ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ (ΠΟΥ ΧΑΡΑΞΕ Ο ΠΙΝΟΣΕΤ)
Η εικόνα που
παρουσιάζεται για την Βενεζουέλα στα ειδησεογραφικά πρακτορεία είναι αυτή μιας
χώρας που πολιορκείται πολιτικά από τις ΗΠΑ με ένα τοπίο που λίγο-πολύ έχει
ξεκαθαρίσει στο εσωτερικό. Δεν είναι καθόλου έτσι όσων αφορά την εσωτερική
κατάσταση, παρά τα σημάδια αποσυντονισμού που δείχνουν οι δυνάμεις που
απαρτίζουν το αντιδραστικό μπλοκ (Χριστιανοδημοκράτες του COPEI, κεντρώοι της AD, και άλλοι).
Η
αντιπολίτευση, και κατά προέκταση οι τσιφλικάδες, δεν έμεινε φυσικά με
σταυρωμένα χέρια. Η πρώτη σημαντική αντίδραση στην αγροτική μεταρρύθμιση
παρουσιάστηκε έναν μήνα μετά την δημοσίευση των 49 διαταγμάτων. Στις 10 Δεκέμβρη
2001, ξεσπάει απεργία στην πετρελαιοβιομηχανία, στα σούπερ μάρκετ, και σε
μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις με συνδιοργάνωση της FEDECAMARAS και της CTV. Η FEDECAMARAS εξέφρασε και στην πράξη την οργή της για τον
«βιασμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία». Η πρωτοτυπία όμως επιφυλάχτηκε από
την CTV που σε μια, ασυνήθιστη για εργατική
συνομοσπονδία, δήλωσή της, ισχυρίστηκε ότι ο Νόμος της Γης και οι παράμετροι
του «εμποδίζουν την επιχειρηματική δυνατότητα της χώρας». Την ίδια στιγμή το Συνταγματικό
Δικαστήριο της Βενεζουέλας-που τότε ελεγχόταν απ’τους αντιτσαβικούς-έκρινε
αντισυνταγματικές τις διατάξεις για την απαλλοτρίωση των χέρσων εκτάσεων,
προσθέτοντας νομική υπόσταση στα επιχειρήματα για δήθεν «υπεράσπιση της
νομιμότητας ενάντια στην κομμουνιστικοποίηση», όπως κραύγαζε η αντιπολίτευση.
Η απεργία
απέτυχε, το Συνταγματικό δικαστήριο άλλαξε σύνθεση, το πραξικόπημα του Απρίλη
2002 κατέληξε σε φιάσκο, αλλά η αντίδραση στο Νόμο της Γης σύντομα συνεχίστηκε
με νέες και χειρότερες μορφές. Οι ιδιωτικοί στρατοί των τσιφλικάδων άρχισαν να
εφαρμόζουν μια πολιτική τρομοκρατίας στην ύπαιθρο δολοφονώντας τα στελέχη της
τοπικής κοινωνίας που αναμίχθηκαν στην αγροτική μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με
οργανώσεις χωρικών, πάνω από 50 υπεύθυνοι για την διανομή της γης δολοφονήθηκαν
μέσα στο 2002. Τα επόμενα 4 χρόνια άλλοι 100 αγροτοσυνδικαλιστές σκοτώθηκαν,
μεγάλο μέρος των οποίων κατά την διάρκεια συγκρούσεων για την κατάληψη της γης,
αλλά και με καθαρά μαφιόζικο τρόπο.
Όχι λίγες
φορές και κυρίως στις περιοχές που συνορεύουν με την Κολομβία, οι φεουδάρχες
υποστηρίζονται από Κολομβιανούς παραστρατιωτικούς. Όπως αποκαλύφτηκε, οι
ιδιοκτήτες ράντσων πληρώνουν αδρά τις υπηρεσίες προστασίας των μισθοφόρων
δολοφόνων χρησιμοποιώντας τους σε μόνιμη βάση.
Το
αντιδραστικό και φιλοαμερικανικό μπλοκ εντούτοις δεν έχει ενιαία χαρακτηριστικά
και δείχνει πελαγωμένο από τις αλλεπάλληλες ήττες του, γεγονός που έχει φέρει
έναν σκεπτικισμό στις ΗΠΑ. Χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους που ακολουθήθηκαν
στην Χιλή (λοκ-άουτ, σαμποτάζ, δολοφονίες, επίκληση του «μπαμπούλα» Κάστρο, και
πραξικόπημα), μόνο που στην Βενεζουέλα ο στρατός παραμένει νομιμόφρων και η
κυβερνητική συμμαχία εκφράζει μερίδες της ίδιας της αστικής τάξης.
ΌΜΩΣ Ο «ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΦΟΥΝΤΙΑ» ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Τα προβλήματα
που παρουσιάστηκαν όταν ξεκίνησε η
αγροτική μεταρρύθμιση δεν είχαν να κάνουν μόνο με την αντίδραση των
γαιοκτημόνων και της αντιπολίτευσης, αλλά και με τις δομές του κράτους και της
οικονομίας, που η κυβέρνηση Τσάβες έχει αφήσει ανέγγιχτα.
Η αναδιανομή
της γης μέσω της δικαστικής οδού, που επέλεξε να προτάξει η κυβέρνηση, ενώ
έφερε αποτελέσματα όσον αφορά εκείνο το μέρος της κρατικής γης που δεν
αμφισβητείται, δηλαδή σ’αυτήν που δεν γειτονεύει με τσιφλίκια, έχει βαλτώσει
στην υπόλοιπη. Το νομικό πρόσχημα είναι η ανυπαρξία τίτλων ιδιοκτησίας και
εθνικού κτηματολογίου στην Βενεζουέλα, με αποτέλεσμα την ίδια γη να διεκδικούν
τόσο οι φεουδάρχες όσο και το κράτος. Οι δικαστικές διαμάχες για την αποζημίωση
συνεχίζονται επ’άπειρον. Παρά τις διακηρύξεις, η κυβέρνηση δεν μπορεί με την
μέθοδο αυτή να ξεριζώσει τους φεουδάρχες, πολλοί εκ των οποίων εκπροσωπούν
ξένες πολυεθνικές με εκτάσεις σ’όλη την Λατινική Αμερική, που απειλούν να
απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα σε ένα προνομιακό
γι’αυτούς πεδίο, τα διεθνή δικαστήρια.
Ειδικότερα,
στις εκτάσεις που υπάρχουν τα ράντσος, η εφαρμογή του νόμου είναι σχετική. Νόμο
αποτελούν και οι ένοπλοι παραστρατιωτικοί, των οποίων η ατιμωρησία, όταν
δολοφονούν αγροτοσυνδικαλιστές ή καταστρέφουν συνεταιρισμούς, φανερώνει το κενό
εξουσίας, που εκ των πραγμάτων καθυστερεί την μεταρρύθμιση. Στον αντίποδα, δεν
είναι δεδομένη η στήριξη των κυβερνητικών πρωτοβουλιών απ’την στρατοχωροφυλακή
που σε κάποιες απομακρυσμένες επαρχίες εξυπηρετεί-με το αζημίωτο- τοπικά
πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η ίδια η
αυτοοργάνωση των αγροτών, παρά τις προσπάθειες που γίνονται από μια μερίδα του
λεγόμενου τσαβικού μπλοκ, δεν έχει φτάσει στο επιθυμητό πολιτικό επίπεδο ώστε
να επιταχύνει και να διαφοροποιήσει τον χαρακτήρα της σύγκρουσης. Ένας
σημαντικός παράγοντας είναι η μικρή και υποτυπώδης αγωνιστική παράδοση της
αγροτικής τάξης της Βενεζουέλας που ,κατά κάποιο τρόπο, εξηγείται απ’την
συρρίκνωση της ίδιας της τάξης, μέχρι την σχεδόν εξαφάνισή της, λόγω της
πολιτικής που επιβλήθηκε ειδικά μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’70. Το έλλειμμα
αυτό δικαιολογεί και τον στενά τοπικό χαρακτήρα των πρωτοβουλιών για την
κατάληψη της γης, δηλαδή την ανυπαρξία μιας πανεθνικής καμπάνιας, που θα
απαιτούσε όμως και διαφορετικούς πολιτικούς συσχετισμούς.
Ακόμα και οι
πρόσφατα δημιουργημένοι συνεταιρισμοί ή οργανώσεις διαμαρτύρονται για τους
ρυθμούς χελώνας που ακολουθούνται, λόγω γραφειοκρατίας ή πολιτικής βούλησης,
και την έλλειψη τεχνικής υποστήριξης, που πολλές φορές οφείλεται και στην
διασπάθιση κονδυλίων και μέσων από επιτήδειους που έπιασαν τα κατάλληλα πόστα.
Μια ελαφριά ανάγνωση της κατάστασης θα απέδιδε το πρόβλημα στα στελέχη της
αντιπολίτευσης, που εν μια νυκτί αναβαπτίστηκαν σε τσαβικούς και στελέχωσαν
τους νέους κρατικούς οργανισμούς. Όμως η ίδια γραφειοκρατική αντίληψη για την
μέθοδο και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή του Νόμου της Γης,
αναπαράγει τέτοια φαινόμενα.
Λέγεται ότι ο
πρόεδρος Τσάβες, κάνοντας έναν απολογισμό τον Σεπτέμβρη 2002, ενημερώθηκε ότι,
10 μήνες μετά την ψήφιση του νόμου, είχαν διανεμηθεί μόνο 10.000 στρέμματα
κρατικής γης. Έκτοτε η διαδικασία επιταχύνθηκε, με τον Τσάβες να απειλεί με
απόλυση όλα τα στελέχη των 3 οργανισμών, απ’τον πρόεδρο (την περίοδο εκείνη ο
αδερφός του!!) μέχρι τον τελευταίο τοπικό αρμόδιο, αν μέχρι τον Αύγουστο του
2003 δεν είχαν διανεμηθεί 15
εκ. στρέμματα. Πράγματι το πλάνο εκπληρώθηκε, αλλά
κατόπιν, μέχρι τις αρχές του 2005, επανήλθαν οι ρυθμοί χελώνας έχοντας αποδοθεί
άλλα 7 εκ στρέμματα., Σύμφωνα με τις αγροτικές ενώσεις, ακόμα και αυτά τα νούμερα δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα στην
πραγματικότητα.
Πέρα όμως από
τις διακηρυγμένες φιλοδοξίες ενός τέτοιου εγχειρήματος, ο Νόμος της Γης
αποτελεί ένα ασυνήθιστο για την εποχή πολιτικοκοινωνικό πείραμα που θέτει τις
βάσεις για μια κάποια απεξάρτηση απ’το αμερικάνικο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Επιπλέον
συνθέτει μια απάντηση στην επείγουσα ανάγκη του λαού για καλυτέρευση της
διαβίωσής του.
Απ’την άλλη,
αν και ο Τσάβες χαρακτήρισε την πολιτική του «σοσιαλισμό του 21ου
αιώνα» απέχει πολύ απ’το να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Η συγκυρία δείχνει ευνοϊκή
όμως, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν την προσοχή τους στραμμένη περισσότερο
στο Ιράκ και στην ευρύτερη περιοχή, άποψη που εκφράζει και ο Τζέημς Πέτρας (πέρα
των άλλων σύμβουλος του Τσάβες), η κυβέρνηση δείχνει συνεχώς την διάθεση να μην
διαταραχθούν οι ισορροπίες. Ο λαϊκός παράγοντας ενθαρύννεται για να
συνεπικουρεί -και μόνο- τις κινήσεις του κράτους, οι σχέσεις παραγωγής δεν
έχουν μεταβληθεί, η μεγάλη ιδιοκτησία δεν έχει ανατραπεί, ούτε η κρατική μηχανή.
Έχει αλλάξει όμως ο πολιτικός συσχετισμός. Οι λαϊκές οργανώσεις έχουν ξεπεράσει
το εμβρυακό τους στάδιο. Το άμεσο μέλλον θα δείξει αν τα πράγματα στην
Βενεζουέλα θα πάνε έτσι ή αλλιώς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Διάφοροι: Βενεζουέλα Αποστολή, το πείραμα
Τσάβες και η μπολιβαριανή επανάσταση. Εκδόσεις ΚΨΜ.
·
Περιοδικό Αλάνα, τεύχος 4 (Μάρτης 2007): Συνέντευξη Άντρες Τουέστα
·
Gregory Wilpert: The Venezuelan conflict. Περιοδικό New left
Review (Μάης-Ιούνης 2003)
·
Morice Lemoine: Venezuela:
The promise of land for the people. Le Monde diplomatique (10/2003)
·
Gregory Wilpert: Venezuela’s mission to fight poverty. Άρθρο στο Ζnet
13/11/2003
·
Joao Pedro Stendile: MST representative visits Venezuela. Άρθρο στο www.venezuelanalysis.com
(20/10/05)
[1] Μέχρι το 1998, έτος που
νίκησε στις εκλογές το τσαβικό μπλοκ, οι ΗΠΑ εισήγαγαν το 25% του πετρελαίου
κατανάλωσης απ’την Βενεζουέλα.
[2] Το μεροκάματο είναι 3000
Μπολιβάρες (= 1,48$) εκεί που το ημερομίσθιο του –επίσης υποβαθμισμένου-
δασκάλου είναι 20000 Μπολιβάρες.
[3] Ένα
εκτάριο ισοδυναμεί με 10 στρέμματα.Είναι η βασική μονάδα μέτρησης επιφανειών
στις αχανείς αμερικάνικες εκτάσεις.
[4] Από τον Δεκέμβρη 2002 ως
τον Φλεβάρη 2003. Το λοκ άουτ οργανώθηκε από κοινού από την CTV (αντίστοιχη ΠΑΣΚΕ ή ΔΑΚΕ) και την FEDECAMARAS (αντίστοιχος ΣΕΒ
και εμπορικό επιμελητήριο) με την θερμή υποστήριξη (και χορηγία) των Αμερικάνων.
[5] Mision Mercal: Η διανομή τροφίμων σε
τιμές σχεδόν του κόστους για τις φτωχές συνοικίες ή επαρχίες.
[8] Ξεχωρίζουν, επίτηδες, από
τον ολοκόκκινο μπερέ, σύμβολο της παράταξης του Τσάβες MVR, αντί για τον επίσημο μωβ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου