Tο σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας (μικρό διήγημα)
Διάβαζα την περασμένη Κυριακή ένα κείμενο
στην εφημερίδα του πατέρα μου. Αναφερόταν στον Δανό φιλόσοφο Σόρεν Κίρκεγκωρ
και έγραφε πως κατ’ αυτόν η απόφαση είναι μια στιγμή τρέλας. Και πως
πρέπει να κυνηγάμε τα διλήμματα διότι η απάντηση που θα δώσουμε σε αυτά θα
είναι με γνώμονα την ελευθερία μας, δηλαδή την ουσία της ύπαρξης μας. Μου άρεσε
πολύ η τελευταία φράση. Η ελευθερία…η τρέλα…το δίλημμα…λέξεις που θα τις
ζωγράφιζα παραμορφωμένες, να επαναλαμβάνονται περιστρεφόμενες, σαν μια ρόδα που
γυρίζει τόσο γρήγορα και οι ακτίνες της, όλες οι λεπτομέρειές της,
εξαφανίζονται. Μια ρόδα σε άσπρο φόντο. Το αν θα πράξουμε-συνέχιζε-το σωστό
είναι αδύνατο να το ξέρουμε • δεν έχουμε εγγυήσεις
για αυτό.
Η ώρα που τελικά αποφάσισα να εγκαταλείψω
το πατρικό μου ήταν δέκα το πρωΐ. Στις έντεκα έφευγε το ημερήσιο καράβι για τον
Πειραιά και οι γονείς μου έλειπαν από πολύ πριν στις δουλειές τους. Οι
προαγωγικές εξετάσεις είχαν πριν δυο μέρες τελειώσει. Η περίοδός μου το ίδιο.
Το μπάνιο μου μόλις. Η ευτυχία μου αντιθέτως, εδώ και καιρό. Έβαλα στο σακ
βουαγιάζ καθαρές αλλαξιές και ρούχα και το βιβλίο μου πάνω-πάνω. Βούτηξα επίσης
διακόσια σαράντα πέντε ευρώ από τα κοινόχρηστα, τα οποία φύλαγαν στο έπιπλο του
τηλεφώνου οι και διαχειριστές
πολυκατοικίας γονείς μου. Όχι, δεν είχα τύψεις για αυτό• είχαν μπόλικα- εγώ
τίποτα, ή μάλλον έχω στην τράπεζα αλλά δεν μπορώ να τα σηκώσω γιατί κλείνω τα
δεκαοκτώ σε τέσσερις μήνες. Άφησα στο πάτωμα, στο κέντρο του σαλονιού ένα
σημείωμα: «ΦΕΥΓΩ ΝΑ ΣΠΟΥΔΑΣΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.»
Σκέφτηκα
πολλές φορές να κάνω μέχρι- τουλάχιστον- να ενηλικιωθώ υπομονή, αλλά δεν
αντέχω άλλο. Δεν την παλεύω να περάσω όλο το καλοκαίρι-και μια ολόκληρη
τάξη-στα εντατικά φροντιστήρια γερμανικής γλώσσας και ιατρικής ορολογίας
ώστε να μπω στην «περιβόητη» ιατρική σχολή της Χαϊδελβέργης, την οποία
τελείωσε ο πατέρας μου. Από την Α’ Λυκείου τους λέω ότι θέλω να πάω στην Καλών Τεχνών. Στην αρχή δεν το έπαιρναν σοβαρά. Μα η σύγκρουση γινόταν ολοένα και σφοδρότερη, όσο
συνειδητοποιούσα δηλαδή ότι εγώ τελικά ζω για τη ζωγραφική. Η μάνα μου απ’ την
άλλη κρατούσε τόσο καιρό ίσες αποστάσεις-και καλά! «Τελείωσε Μαρίνα μου την ιατρική και μετά κάνε ό,τι θες, ζωγράφιζε στον ελεύθερο χρόνο σου. Ξέρεις πόσοι το κάνουν;»
Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, της απαντούσα με απογοήτευση-πιο πολύ
που δεν κόντραρε τον πατέρα μου. Ή μπορεί και να ψιλοδιαφωνούσαν στις
μεταξύ τους συζητήσεις, σημασία όμως έχει ότι ήμουν εγώ μόνη χωρίς
συμμάχους, και απέναντί μου οι δυο τους. Έχοντας ρόλους μάλιστα: η
συναισθηματική και ο ψυχρός, η «καλή» και ο «κακός», το ανακριτικό
κολπάκι στις αστυνομικές ταινίες για να σπάσεις και να αρχίσεις να
κελαηδάς. Ο «κακός» πάντως είχε γίνει πραγματικά κακός: εξαφάνισε απ’
τις βιβλιοθήκες του σπιτιού κάθε βιβλίο τέχνης. Αν είχε η τηλεόραση
καμιά εκπομπή στην οποία έδειχνα ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτός γύριζε το
κανάλι σε σαχλοπεριπέτειες ή ειδήσεις. Ή σχολίαζε τάχα μου αδιάφορα
ιατρικά θέματα, ιστορίες από το νοσοκομείο, ανέκδοτα από τις σπουδές
του. Σκόπιμα φυσικά. Ούτε λόγος για εκθέσεις, μουσεία και τέτοια. Χέρι πάντως δεν μου σήκωνε. Μου ‘ρχεται στο μυαλό ο
συμμαθητής μου ο Γιώργος. Λίγο μετά που τα φτιάξαμε μού εκμυστηρεύτηκε
ότι όταν ο μπαμπάς του φοβήθηκε ότι θα γίνει γκέι άρχισε να τον
πηγαίνει για ψάρεμα. «Αντρική Απασχόληση». Εκείνος βέβαια βαριόταν
θανάσιμα. «Και τελικά είσαι ή δεν είσαι;» τον ρώτησα. «Για να είμαι μαζί σου, όχι» απάντησε γελώντας. Όμως με κοίταξε με ένα πολύ διερευνητικό βλέμμα. «Ναι, έτσι φαίνεται…», σκέφτηκα-«ναι, βρε πλάκα σου κάνω», αποκρίθηκα. Ο Γιώργος καθησυχάστηκε.
Όταν
μπήκα στο πλοίο ανέβηκα χωρίς χρονοτριβή στο κατάστρωμα και άραξα σε
δυο πλαστικές καρέκλες. Τις έβαλα την μια απέναντι στην άλλη. Πάλι καλά
που βρήκα θέσεις τέτοια ώρα (κανά πεντάλεπτο πριν ξεκινήσει) και με τόσους
τουρίστες πάνω. Ανυπομονούσα να ξεκινήσουμε. Ανυπομονούσα να με φυσήξει
το θαλασσινό αεράκι. Το ίδιο προσδοκούσαν και οι δεκάδες τουρίστες που
είχαν πιάσει όλη την κουπαστή ώστε να δουν την όλη διαδικασία της
αναχώρησης• να δουν τους κάβους να λύνονται, την μπουκαπόρτα να
ανεβαίνει, να συλλάβουν, άλλοι με τα μάτια τους και άλλοι με τις
φωτογραφικές μηχανές, ό,τι μπορούσαν, να ρουφήξουν λίγο πέλαγος, να
νιώσουν το ταξίδι για αλλού, αυτό το συναίσθημα του φεύγω και
αφήνω πίσω μου καταστάσεις, ευχάριστες, δυσάρεστες, κι απ’ τα δυο, δεν
έχει σημασία. Το ταξίδι για όλους είναι μια αρχή και ένα τέλος.
Ταυτόχρονα. Και για αυτό όποιος το κάνει εκστασιάζεται. Το σφύριγμα του
φουγάρου είναι ο ήχος του παρελθόντος που χαιρετά φεύγοντας.
Στριφογύρισα
λίγο στην καρέκλα, άναψα ένα τσιγάρο και άνοιξα το βιβλίο μου. Το
αγόρασα μόλις την προηγούμενη βδομάδα από έναν πάγκο που είχαν στήσει οι
αναρχικοί έξω από τη βασιλική του Αγίου Μάρκου. Μου άρεσε ο τίτλος: «Το Σύντομο Καλοκαίρι της Αναρχίας»
του Χανς Μάγκνους Ένζεμπεργκ. Η ζωή και ο θάνατος του Μπουοναβεντούρα
Ντουρρούτι. Δεν είχα πριν διάθεση ούτε να το ξεφυλλίσσω. Φανταζόμουν
πάντως τί θα διάβαζα όταν το διάλεγα: για μια ζωή γεμάτη όνειρα τα οποία
άρχισαν επιτέλους να υλοποιούνται. Για ένα ταξίδι από τη δυστοπία στην
ουτοπία και την πραγμάτωση της τελευταίας• έστω για ένα «σύντομο
καλοκαίρι». Με τίμημα το θάνατο; Το λέει και στον τίτλο. Έτσι πάει. Η
θεία Νικολέττα, πέρυσι που την επισκεφτήκαμε στην Αθήνα, μου είπε δυο
πράγματα για αυτόν τον Ντουρρούτι, όταν την ρώτησα ποιος ήταν εκείνος
με το ασυνήθιστο όνομα στην αφίσα μιας συζήτησης που θα γινόταν- αν
θυμάμαι καλά -στο Πολυτεχνείο. Μου ανέφερε με κάπως δασκαλίστικο ύφος πως
ήταν ένας επαναστάτης, ιδεολόγος, ένας αξιόλογος συνδικαλιστής που τον
φάγανε τελικά οι δικοί του. «Οι δικοί του»; «Ναι, έτσι ακούστηκε».
Αυτά τα ολίγα θέλησε μόνο να σχολιάσει και το περπάτημα συνεχίστηκε
προς το Μοναστηράκι. Και τώρα, ρουφούσα με απληστία τις σελίδες,
ξαναγύριζα πίσω, τσάκιζα κάποιες, τα τσιγάρα καίγονταν το ένα μετά το
άλλο έχοντας προφτάσει μόνο τρεις-τέσσερις τζούρες να κάνω. Είχα αφήσει
πίσω προσωρινά όλες τις ανησυχίες και τις σκέψεις, τα πισωγυρίσματα του
μυαλού που με τσιμπούσαν καθοδόν προς το λιμάνι. Οι κουβέντες των
επιβατών από διακριτές-αρχικά-φράσεις είχαν μετατραπεί σε βούισμα και
κάποιες φορές σαν να μην υπήρχαν, σαν να μην ακουγόταν τίποτα γύρω μου.
Μόνο ο αέρας με χαΐδευε. Και εγώ τέντωνα το λαιμό μου για να τον
αισθανθώ καλύτερα. Που και που έριχνα μια ματιά τριγύρω. Κάποιοι μάλλον νταλικέρηδες με κοιτούσαν επίμονα, και σαν να μου φάνηκε ότι
μου κατηύθηναν πονηρά χαμόγελα. Αλλά το βλέμμα μου δεν σταματούσε,
έφευγε γρήγορα από πάνω τους και ξαναγύριζε στις λέξεις. Και έτσι πήγε όλο
το ταξίδι.
Μπαίνοντας
στις εφτά η ώρα στο λιμάνι του Πειραιά σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και
χάζεψα από ψηλά την κίνηση στο δρόμο. Τι ρυθμοί! Πόση κίνηση! Αδιάκοπη,
φρενήρης, όλο φασαρία, οι ήχοι από φωνές και οι ήχοι μηχανών
ανακατεμένοι, ένιωθα πως έβλεπα μια καρδιά να πάλλεται στους εκατόν
πενήντα σφυγμούς• αίμα που φεύγει με ορμή και επιστρέφει δια μέσου
αμέτρητων φλεβών και αρτηριών. Πεινούσα. Κατεβαίνοντας άνοιξα το κινητό
μου. Άρχισαν να έρχονται βροχή οι ειδοποιήσεις απ’ το νούμερο του πατέρα
μου. Είχα ξεκινήσει πλέον να βαδίζω προς την έξοδο του λιμανιού όταν το
τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν πάλι αυτός. Πρέπει να το άφησα να καλεί εννιά-δέκα
φορές μέχρι να αποφασίσω να το σηκώσω.
-Πού είσαι;
-Πλέον στην Αθήνα.
-Γιατί.
Ήταν
πολύ κοφτό το γιατί, για να το εκλάβω ως ειλικρινή ερώτηση, ως καν
ερώτηση. Δεν ήταν ούτε μάλωμα. Μάλλον ήταν παράπονο. Εγώ συνέχισα ψυχρά.
-Στο έγραψα. Για να σπουδάσω.
-Τι να σπουδάσεις;
-Έχω πει χίλιες φορές τι θέλω να κάνω. Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;
-Έχεις μια τάξη ακόμα να βγάλεις, το ξέχασες;
-Θα τη βγάλω εδώ. Θα πω στη θεία να δηλώσω το σπίτι της για κατοικία.
-Μη λες βλακείες. Έλα κάτω. Θα κάνεις εδώ το φροντιστήριο για την Καλών Τεχνών. Εντάξει; Πού βρήκες τα λεφτά και έφυγες;
-Πήρα από τα κοινόχρηστα.
-Τέλος πάντων…Κατέβα!
-Να κατέβω αν...
-Ναι λέω! Απλά γύρνα με το ίδιο καράβι.
-Να κατέβω αν...
-Ναι λέω! Απλά γύρνα με το ίδιο καράβι.
-…Εντάξει, θα δούμε.
Κάθισα σε μια καφετέρια δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Κοίταξα
το ρολόι μου. Σε δυο ώρες παρά ένα τέταρτο το πλοίο που με έφερε εδώ θα επέστρεφε στο Ηράκλειο. Άνοιξα ξανά το βιβλίο. Είχα φτάσει εκεί που ο Ντουρρούτι απευθυνόταν πάνω από
ένα καμιόνι σε αγρότες της Αραγώνας. Τους έλεγε: «Κουβαλάμε το νέο κόσμο στις καρδιές μας. Ο κόσμος μεγαλώνει κάθε λεπτό. Ο κόσμος μεγαλώνει ακριβώς αυτήν την στιγμή»
Πολύ καλή γραφή. Περιγραφική αφήγηση που σχεδόν "σκιτσογραφεί" χωρίς να χρωματίζει με συναισθήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή