Οι "Διάλογοι" του Πιερ Πάολο Παζολίνι (ΙIΙ)
Εισαγωγή
"Τι θα ήμουν αν ή αν δεν....". Το αιώνιο ερώτημα που έχει τεθεί (με θετικό ή αρνητικό τρόπο) σε όλους τους ανθρώπους κάποιες στιγμές της ζωής τους, και που ποτέ δεν θα πάρει ασφαλή απάντηση. Αν η διαμόρφωση ενός χαρακτήρα είναι μια τεράστια, πολύπλοκη και σύνθετη αλληλεπίδραση φυσικών, κοινωνικών, βιολογικών και λοιπών παραγόντων, μια απάντηση στο εναλλακτικό παρελθόν, παρόν και μέλλον θα προϋπόθετε τον συνυπολογισμό όλων αυτών, κάτι το οποίο είναι φύσει αδύνατον. Διότι αφενός πολλοί από αυτούς επιδρούν στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου με τρόπο μη συνειδητό και αφετέρου δεν επιδρούν με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση για όλους τους ανθρώπους. Ενδεχομένως η ψυχανάλυση να έδινε κάποια απάντηση, όμως το ίδιο το ερώτημα είναι μάταιο: το παρελθόν δεν αλλάζει και αφού δεν αλλάζει η συζήτηση είναι θεωρητική. Πάντως τέτοια ερωτήματα πιθανόν να είναι χρήσιμα σε έναν άνθρωπο για τον εντοπισμό των ελαττωμάτων του χαρακτήρα του και τη βελτίωσή του ή για την επιβεβαίωση των αναγκών του, που έμειναν ανεκπλήρωτες λόγω κάποιων γεγονότων του παρελθόντος.
[Η μετάφραση είναι δική μου και τα κείμενα στις αγκύλες είναι προσθήκες δικές μου, η επιμέλεια του κειμένου της Ζωής Σ.]
[Η μετάφραση είναι δική μου και τα κείμενα στις αγκύλες είναι προσθήκες δικές μου, η επιμέλεια του κειμένου της Ζωής Σ.]
"Βίε Νουόβε" τ.15, χρ.XX, 15 Απριλίου 1965
Αγαπητέ Παζολίνι, αν αναρωτηθώ γιατί σου γράφω δεν καταφέρνω να βρω μια απάντηση. Ίσως γιατί η οπτική σου είναι παρόμοια με τη δική μου (πράγματι, αν και έχοντας διαβάσει ορισμένα μόνο από τα βιβλία σου, έμαθα να σε αναγνωρίζω στο "Βίε Νουόβε", για αυτό μιλάω για "οπτική"). Ή ίσως γιατί είσαι μαρξιστής, όμως πιστεύω ότι την αποφασιστική ώθηση μου την έδωσε το [Κατά Ματθαίον] Ευαγγέλιό σου. Έγραψα και τσαλάκωσα δεκάδες γράμματα. Ήθελα να καταλήξω να εκφραστώ καλά και εν συντομία: όπως βλέπεις δεν τα κατάφερα.
Αυτό που σου γράφω δύσκολο να ενδιαφέρει πολλούς και αποτελεί σπατάλη να του αφιερώσεις την σελίδα που το εβδομαδιαίο "Βίε Νουόβε" σού διαθέτει για την ανταπόκρισή σου με τους αναγνώστες. Μα πριν παραμερίσεις τα πάντα, γράψε μου, ακόμα και ιδιωτικά, γιατί η απάντησή σου είναι σημαντική, πολύ σημαντική για μένα. Ορίστε λοιπόν η ερώτησή μου, που μπορεί να σου φανεί γελοία. Είσαι ένας καλλιτέχνης από τους μεγαλύτερους σύγχρονους, κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος των Ιταλών. Μα τι θα είχες καταφέρει αν, παρά τη λαχτάρα [για κουλτούρα] που έχεις και είχες, ήσουν αγρότης ή γιος αγροτών και είχες φτάσει μόνο μέχρι την πέμπτη δημοτικού, όπως συνέβη σε μένα; Αν μου απαντήσεις γράφοντας μου τη διεύθυνσή σου, ή μέσω του "Βίε Νουόβε", θα σου στείλω ένα ποίημα γραμμένο από μένα. Είναι το παράπονο, δικό μου και αποκλειστικά δικό μου, αλλά κατά βάθος είναι εκείνο ενός ολόκληρου κοινωνικού στρώματος ανθρώπων που με τη συμπεριφορά τους ευνοούν κάποιες φορές (λέω κάποιες φορές) την σκλαβιά τους.
Τζιόττο Σκαραμέλλι, Σκαντίτσι (Φλωρεντία)
Θα ήθελα να σου απαντήσω όσο το δυνατόν εκτενέστερα και καλύτερα, από όσο μου επιτρέπουν ο χώρος και ο χρόνος μιας στήλης. Στο «αν» σου, θα
μπορούσε να φτιαχτεί ένα ποίημα, όλο στον υποτακτικό και υποθετικό λόγο,
φυσικά-στον υποθετικό λόγο που είναι ο λόγος της φιλοσοφίας και όχι της
ποίησης....Μα η υπόθεσή σου είναι ακραία ποιητική, γιατί είναι πραγματική. Όχι
μόνο θέτει ενώπιον μου μια πιθανότητα της γέννησής μου που κατά κάποιο τρόπο
ορίζει, καθορίζει και τροποποιεί τα ενδεχόμενα-που όμως γίνανε πράξη, μα
βάζει μπροστά μου και τις δυνατότητες που αποτελούν μια πραγματικότητα για
χιλιάδες ανθρώπους.
Όπως πάντα, μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ την πραγματικότητα
στην οποία προηγείται αυτής ένα «αν» (σε μια πρόσφατη εκδήλωση στο Πολιτισμικό Κέντρο
του Μιλάνου, ο Ουμπέρτο Έκο είχε το τρελό κουράγιο, μπροστά σε ένα «αν», ενός
που διαφωνούσε μαζί του, να πει «αν η
γιαγιά μου είχε καρούλια...»): Οι υποθέσεις αποδυναμώνουν, αφαιρούν ουσία και
πολυπλοκότητα στην πραγματικότητα που πάνε να συνθέσουν, γιατί δεν μπορούν να
τη συνθέσουν παρά μόνο σε ένα επίπεδο, και όχι στα χιλιάδες άλλα επίπεδα που εμπεριέχει
η πραγματική ζωή. Γι αυτό, δεν θα μπορούσα να σου απαντήσω απευθείας στην ερώτησή σου: «τι
θα είχα κάνει αν ήμουν παιδί φτωχής οικογένειας και χωρίς καμία δυνατότητα να
σπουδάσω;», παρά μόνο κάνοντας υποθέσεις επί χάρτου, δημιουργημένες
από καθαρή φλυαρία, απ' τις οποίες θα έβγαινε ένας εαυτός μου εντός διαφόρων τύπων και συμβολισμών, αλλά που δεν θα μπορούσε επακριβώς να προσδιοριστεί. Θα
μπορούσα να σου πω: θα είχα γίνει ένας αυτοδίδακτος, από αυτούς τους χαοτικούς,
λίγο τρελούς, λίγο φανατικούς-παραφορτωμένος από άτοπες γνώσεις, με αναγνώσματα
χωρίς μια συνάφεια αν όχι αυθαίρετα δημιουργημένης προς αντικατάσταση της
πραγματικής κουλτούρας, κλπ κλπ. Επίσης: θα ήμουν ένας ανήσυχος, ένας πλάνητας,
θα έφευγα από το χωριό μου, από την πόλη μου, θα είχα γυρίσει όλον τον κόσμο
σαν σε ένα όνειρο• ή ακόμα, θα είχα αγκαλιάσει μια πολιτική ιδέα με φανατισμό,
εκτονώνοντας πάνω σ’ αυτήν όλη την ενέργειά μου, μα μετατρέποντας την συγχρόνως
σε ένα είδος απονήρευτης, αλλά εκβιαστικής ψευδαίσθησης (όπως [έχουν κάνει] τόσοι
από τους επιστολογράφους μου στο «Βίε Νουόβε»)• ή εντέλει θα είχα ακολουθήσει
μια ψευδοθρησκευτική στάση ζωής (που είναι συχνά η πρώτη πνευματική διέξοδος
που εμφανίζεται μπροστά σε έναν αγρότη της ιταλικής υπαίθρου, ιδίως του βορρά) πείθοντας
τον εαυτό μου συνεχώς, μέρα με την μέρα ώρα με την ώρα (όπως κάνουν συχνά αυτοί
που πιστεύουν ότι κάτι πιστεύουν) με επαναλαμβανόμενη μανία για την αξιόλογη
φρεσκάδα και βαθύτητα της κοινότοπης πεποίθησής μου κλπ κλπ.
Όπως βλέπεις η ζωή μου θα είχε καταντήσει
μια πρόφαση. Όποιος δεν έχει τη δυνατότητα να πάει κατευθείαν στις θεμελιώδεις βάσεις
της κουλτούρας, και είναι συνεπώς αναγκασμένος να αποδεχτεί τις επίσημες μορφές αυτής,
δεν μπορεί παρά να ζήσει προσχηματικά, αν, φυσικά, η ψυχολογική του
κατάσταση είναι, τέλος πάντων, ένα εμπόδιο που τον τυφλώνει, που συνιστά ένα
πυρετώδες και αγχωτικό πρόβλημα (όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μου).
Ευτυχώς όμως υπάρχουν και άνθρωποι
ισορροπημένοι και γαλήνιοι, με βαθιές ψυχές μα όχι επιτηδευμένες, που παρόλη
την εξαίρεσή τους από τα μέρη και τα εργαλεία του πολιτισμού, καταφέρνουν με
κάποιο τρόπο να ξεπεράσουν την προσχηματικότητα της καπιταλιστικής κουλτούρας
και να ανακαλύψουν την «πραγματική» πολιτιστική ποιότητα. Υπάρχουν χιλιάδες
ανθρώποι που, χωρίς να έχουν σπουδάσει, παρά [διαθέτοντας] μια κλίση στη μελέτη,
είναι «καλλιεργημένοι»• όχι για τον όγκο των γνώσεων που κατάφεραν να
συγκεντρώσουν από δω και από κει, που μπορεί να είναι και μπερδεμένες ή από
δεύτερο χέρι, αλλά για την ουσιώδη
γνωστική καθαρότητα. Αν υπάρχει μια «κλίση» αντικειμενικά πραγματική, που να
ισχύει για την κουλτούρα, αυτή μπορεί να υποτεθεί και να ανακαλυφτεί, ή
τουλάχιστον να γίνει αντιληπτή• και αυτό αρκεί. Η πλειονότητα αυτών των μη
καλλιεργημένων ανθρώπων, που κατέχουν ενστικτωδώς την πραγματική ποιότητα της κουλτούρας,
δηλαδή την κουλτούρα αυτή καθαυτή, είναι άνθρωποι που παίρνουν μέρος σε ελεύθερα και κοσμικά
κινήματα ενός μοντέρνου έθνους φυσικά (όμως δεν χρειάζεται να ορίσουμε έναν
απόλυτο κανόνα: ακόμα και ανάμεσα και στους καθολικούς, σε συγχυσμένους, παρασυρμένους σε
μια πίστη πολύπλοκη, αρχαϊκή, διχασμένη, κονφορμιστική μπορεί να βρει κάποιος
την καθαρή λογική μιας αληθινής κουλτούρας). Από το γράμμα σου μου φαίνεται ότι
κατάλαβα ότι είσαι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Και συνεπώς, για πρώτη φορά
πρέπει ειλικρινά να πω ότι περιμένω με περιέργεια το ποίημά σου. Μολονότι δεν
υπάρχει ανάγκη, γιατί ποιητικό είναι έτσι κι αλλιώς το γράμμα σου, κι ας μην έχει στυλ συναισθηματικό, μελαγχολικό, με κάποια αισθητική. Είναι η ιδέα
αυτού του «αν» που είναι ποιητική. Κάθε μέρα, στην ζωή της καθημερινότητας, εγώ
αναγνωρίζω γύρω μου πολλούς ποιητικούς ανθρώπους που δεν ξεστομίζουν ούτε μια
λέξη «ποιητική» με την κλασική σημασία, όμως «συμπεριφέρονται» ποιητικά• και
άπειρες φορές μου συμβαίνει να συγκινούμαι μπροστά σε αυτήν την ποίηση την μη δηλωμένη
ως τέτοια, συνυφασμένη με τη ζωή, παρασυρμένη απ’ τη ζωή.
Σημειώσεις:
Vie Nuove: περιοδικό του ΙΚΚ (PCI: το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα) που κυκλοφορούσε με σχετικά ελαφριά θεματολογία από το 1948 ως το 1978. Είχε πολύ μεγάλη κυκλοφορία, πάνω από 200.000 φύλλα. Από Pier Paolo Pasolini "Le Belle Pandiere", Editori Riuniti, IIa edizione,Roma 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου