Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Ομοιότητες και συμπτώσεις

 Ομοιότητες και συμπτώσεις

Είπα, την Τρίτη που πέρασε, προχθές δηλαδή, χρονιάρες μέρες, να μου κάνω δώρο κανά δυο βιβλία. Το δικαιούμουν, αν και έχω ένα κάρο αδιάβαστα που περιμένουν, όχι τη σειρά τους, αλλά το ενδιαφέρον μου. Σ' αυτά, ως γνωστόν, δεν υπάρχει επετηρίδα. Το δικαιούμουν, είπα, γιατί πολλά τσιμπηματάκια ένιωθα τον τελευταίο καιρό, τσιμπηματάρες δηλαδή, και όταν το μυαλό σου ζορίζεται ένα καλό φάρμακο είναι η λογοτεχνία. Η καλή λογοτεχνία όμως, αυτή που σε κάνει να σκέφτεσαι. Επίσης είναι και η τηλεόραση, αλλά αυτή έχει πολύ βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, δηλαδή ξεχνιέσαι προς στιγμήν, λύση όμως δεν δίνει, απλά παγώνει το πρόβλημα. Το βάζει κάτω από το χαλί και όταν έρθει η άνοιξη και είναι καιρός να το μαζέψεις και να το τυλίξεις αντικρύζεις το σκουπιδαριό που καταχώνιασες. Το βιβλίο κάνει το αντίθετο. Σου οξύνει πρόσκαιρα το πρόβλημα, αλλά μετά σου γλυκαίνει τη ψυχή. Ειδικά, αν τύχει και διαβάσεις τυχαία κάτι παρεμφερές, κάτι που έχει μια κάποια αυθαίρετη ομοιότητα με το πρόβλημα-εσύ "ψάχνεσαι" για να έχει, το βιβλίο πολλές φορές μοιάζει με το αυτομαστίγωμα των ιησουιτών με το σκοινένιο μαστίγιο. Οι αμαρτίες όμως τελικά συγχωρούνται.

Πήγα λοιπόν σε μια υπόγα-βιβλιοπωλείο στο οποίο είχα να πάω χρόνια, το είχα ξεχάσει, ενώ ψώνιζα από κει από μαθητής, και πήρα τον "Θάλαμο 6" του Άντον Τσέχωφ και ένα δοκίμιο του Τζέημς Πέτρας, αυτά που έψαχνα δηλαδή. Ο γερασμένος βιβλιοπώλης, την ώρα που πλήρωνα, χωρίς να με κοιτάξει, πιάνει ένα διηγηματάκι που είχε σε μια στοίβα, ανοίγει την πρώτη σελίδα, το υπογράφει και το βάζει πάνω από τα άλλα δυο, αυτό είναι δώρο από μένα για να με θυμάσαι όταν πεθάνω. Και με κοίταξε γρήγορα με ένα κουρασμένο ύφος, τόσο κουρασμένο που μελαγχόλησα. Είπα μια κουβέντα, ευχαρίστησα, ευχήθηκα και έφυγα.
Όταν ανέβηκα τις σκάλες κοίταξα πιο προσεκτικά το βιβλίο. Ήταν ένα μικρό διήγημα πενηνταπέντε σελίδων, κακό χαρτί, μιας έκδοσης που έχει εξαντληθεί προ πολλού, ενός συγγραφέα που μου ήταν παντελώς άγνωστος, με τίτλο που δεν θύμιζε τίποτα. Ζυλ Μπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύ (Jules Barbey d' Aurevilly), "Η εκδίκηση μιας Ισπανίδας". Σκέφτηκα ότι θα το είχε στο στοκ, δεν φεύγει, μου το χάρισε, αλλά όπως και να'χει, μια και μου το προλόγισε με τα λόγια αυτά έκατσα αμέσως να το διαβάσω όταν γύρισα στο σπίτι. Το βιβλίο ήταν όντως αξιόλογο. Περιγράφει τη γνωριμία ενός Γάλλου ευγενή, ονόματι Τρεσσινί, με μια πόρνη του Παρισίου την οποία ακολούθησε σε ένα στενό σοκάκι, αυτή κι όχι κάποια άλλη απ' τις πολλές, γιατί κάποια του θύμιζε. Όταν τον πήγε στο σπίτι της, ο ευγενής έμεινε σαστισμένος από την απαράμιλλη ομορφιά της και τη φινέτσα της. Άρχισε να την ερωτεύεται:

[...] Τέλος τον γέμισε με τόσες ηδονές, ώστε ήρθε μια στιγμή που, ο άθεος αυτός του έρωτα, αυτός ο σκεπτικιστής σε όλα, σκέφτηκε πως ανακάλυψε μια καινούργια πηγή ζωής μέσα σ' αυτή τη γυναίκα, που εμπορευόταν το σώμα της. Μάλιστα, ο Ροβέρτος ντε Τρεσσινί, μ' όλη την ατσαλένια ψυχρότητα του χαρακτήρα του, φαντάστηκε για μια στιγμή πως είχε εμπνεύσει ένα καπρίτσιο τουλάχιστο, σ' αυτήν την πόρνη, που δεν μπορούσε να' ναι έτσι μ' όλους τους άλλους, γιατί τότε γρήγορα θα είχε εξαντληθεί. Το πίστεψε δυο λεπτά, σα βλάκας, ο τόσο δυνατός αυτός άντρας. [...]
Την χαΐδευε εκστασιασμένος, πριν προχωρήσουν στην ερωτική πράξη, μέχρι που το βλέμμα του έπεσε στο βραχιόλι της που είχε το πορτραίτο ενός άντρα. Σαν φυλαχτό.
[...] τότε η ιδέα πως έπαιζε για λογαριασμό ενός άλλου (πράμα, που γίνεται τόσο συχνά σήμερα με τις κοινωνικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν στις ορμητικές ψυχές ν'
 αποκτήσουν το αντικείμενο του πόθου τους) άρπαξε βίαια το μυαλό του και τον πάγωσε από οργή. [...]
Ήταν μια δούκισσα Ιταλίδα, με καταγωγή από την Τόρρε Κρεμάτα (εξ'ου και το όνομα Τορκεμάδα, ο γνωστότερος στην ιστορία ιεροεξεταστής) που παντρεύτηκε έναν πανίσχυρο Δούκα του ισπανικού βασιλείου, αυτόν που εικονιζόταν στο βραχιόλι, όχι όμως από έρωτα. Τον έρωτα τον γνώρισε παντρεμένη και στη συνέχεια γνώρισε τη φρίκη. Ο σύζυγός της έπνιξε και κατακρεούργησε τον ερωμένο της μπροστά στα μάτια της. Έδωσε την καρδιά του να την φάνε οι άγριοι σκύλοι. Και αυτή για να τον εκδικηθεί το έσκασε και αποφάσισε να γίνει πόρνη στο Παρίσι, επιδεικτικά, ώστε να λερώσει το όνομά του, το μόνο που θα τον έκανε να συντριφτεί. Ο Τρεσσινί αποσβολωμένος άκουγε την ιστορία:
[...]-Πείτε τή μου! είπε ο Τρεσσινί, γεμάτος από μια περιέργεια κι ένα ενδιαφέρον, που ως τότε δεν είχε αισθανθεί ποτέ του, μήτε στη ζωή, μήτε στα μυθιστορήματα, μήτε στο θέατρο. Προσδοκούσε να ακούσει απ' τη γυναίκα αυτή πράγματα, που δεν τα είχε ξανακούσει. Δε συλλογιζόταν πια την ομορφιά της. Την κοίταζε, σα να' θελε να παραστεί στη νεκροψία του πτώματός της. Άραγε, θα το' κανε να ξαναζήσει γι' αυτόν. [...]
Η ευτυχία που αισθάνθηκε ο Τρεσσινί, γρήγορα και απότομα παραχώρησε τη θέση της στη θλίψη. Η εναλλαγή είναι δραματική, ακαριαία, το ίδιο και οι σκέψεις του. Αυτό που του θύμιζε λοιπόν η πόρνη ήταν μια δούκισσα που είχε ξαναδεί κάπου. Και ο Ντ' Ωρεβιγύ δίνει μια πολύ ωραία παράγραφο για τις ομοιότητες στις ανθρώπινες όψεις:
[...] γιατί είχε αρκετή πείρα, ως παρατηρητής, κι ήξερε ότι στις ανθρώπινες μορφές υπάρχει λιγότερη ποικιλία παρ' όση φαντάζεται ο κόσμος κι ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι υποταγμένα σε μια στενή κι αλύγιστη γεωμετρία και μπορούν να υπαχθούν σε μερικούς γενικούς τύπους. Η ομορφιά είναι μια. Μόνο η ασχήμια είναι πολυποίκιλη και η ποικιλία της γρήγορα πάλι εξαντλιέται. Ο Θεός θέλησε να' ναι άπειρες οι φυσιογνωμίες, γιατί η φυσιογνωμία είναι η εκδήλωση της ψυχής ανάμεσα από τις κανονικές ή ακανόνιστες γραμμές του προσώπου. [...]
Αυτό περίπου θυμάμαι ότι έλεγα και εγώ σε μια κουβέντα που είχα πριν λίγους μήνες. Είχα πει, με μεγάλη δόση υπερβολής, κατά λέξη: καμιά χιλιαρίσια είναι τα καλούπια κάθε ράτσας, από κει και πέρα βλέπεις παραλλαγές φατσών. Και πράγματι, μου' ρχονται δυο πράγματα στο μυαλό: το ταξίδι ενός φίλου μου στα βάθη της Τουρκίας, στην Καππαδοκία, όπου σε ένα καφενείο συνάντησε μια παρέα τριών αντρών που έπαιζε χαρτιά και έπινε τσάι, ο ένας από αυτούς ήταν...ο σωσίας μου. Τον τράβηξε μάλιστα και φωτογραφία και μου την έστειλε. Όντως μοιάζαμε πάρα πολύ. Αλλά όχι τόσο, όσο πίστεψε πριν από είκοσι χρόνια μια μεσήλικη γυναίκα που με έπιασε από το μπράτσο ξαφνικά, ενόσω περπατούσα αμέριμνος σε ένα πεζοδρόμιο, και άρχισε να μου λέει, απνευστί σχεδόν και ενθουσιασμένη, πόσο άλλαξα από παιδί που με έβλεπε πριν πάω σχολείο και πόσο παρέα έκανε με την μητέρα μου και άλλες, δικές της, ιστορίες, μόνο που...μου περιέγραφε μια άλλη γυναίκα, που είχε άλλο όνομα, σε άλλο χωρο-χρόνο. Θυμάμαι ότι δεν την διέκοψα, αν και γρήγορα κατάλαβα ότι με μπέρδεψε με άλλον, γιατί εντυπωσιάστηκα από τη χαρά που μου έκανε. Ή ήθελα απλά να διασκεδάσω. Δεν θυμάμαι.
Και κοίτα ακόμα μια σύμπτωση, διαβάζω την ίδια μέρα πριν μου δωρίσει ο βιβλιοπώλης το βιβλίο μια από αυτές τις ειδήσεις του ίντερνετ, τις κλασικές, "φανταστικό, βρήκε στην πτήση τον σωσία του". Οι δυο τύποι ήταν καρμπόν.

Κάτι τέτοια γίνονται και ξαναγεμίζει το μυαλό-με ελαφριά ή με βαριά πράγματα, δεν έχει σημασία-εκεί που θες λίγο να αδειάσει. Χαρούμενο το νέο έτος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου